RSS

Mundobasket 1998 (part 3)

Θέλαμε και πάθαμε αυτό που πάθαμε

(το άρθρο είναι του Ηλία Δρυμώνα στο περιοδικό Τρίποντο της 11/8/98)


Nύχτα Σαββάτου, του πιο πικρού Σαββάτου που πέρασα στα γήπεδα τα τελευταία δέκα χρόνια. Γιατί κι άλλα Σάββατα βρέθηκε η Εθνική μας φάτσα με έναν μεγάλο τελικό, σε Ευρωμπάσκετ ή Μουντομπάσκετ, κάτι όμως της έλειπε κάθε φορά και έμενε στα κρύα του λουτρού. Και το ΄93 στο Μόναχο, με αντίπαλο τη Γερμανία και στα δύο επόμενα Ευρωμπάσκετ, το ΄95 και το ΄97, με αντίπαλο τη Γιουγκοσλαβία (για τον ημιτελικό του ΄94 στο Τορόντο, δεν το συζητάω, η dream-team μας έκανε και χάρη που μας άφησε να προηγηθούμε στο ξεκίνημα του αγώνα)…


Αυτό το Σάββατο, όμως, δεν καταλαβαίνω που υστερούσε η ομάδα μας έναντι των… καταραμένων Γιουγκοσλάβων (που έφτασαν στο 16-0 το σερί τους απέναντι στην Ελλάδα). Έκανε το καλύτερο παιχνίδι της στο 13ο Μουντομπάσκετ – με απόσταση από το δεύτερο – δεν βρέθηκε ποτέ να κυνηγάει στο σκορ (με εξαίρεση 23 ΄΄ μετά το 57 – 56 που έκανε ο Τζόρτζεβιτς), ήταν καλύτερη στα ριμπάουντ (29 – 25 στην κανονική διάρκεια του αγώνα), είχε έναν ονειρικό, στο ρόλο του εκτελεστή, Νίκο Οικονόμου, έκανε μόνο 7 λάθη σε ένα από τα πιο δύσκολα – και αγχώδη παιχνίδια της ιστορίας της, αλλά δεν κέρδισε !
Μερικοί συνάδελφοι, συν κάτι χιλιάδες θεατών, ούρλιαζαν δίπλα ότι και οι δύο διαιτητές, ο Μπετανκόρ και ο Κατσάρο, ήταν οι φυσικοί αυτουργοί ενός αποτρόπαιου εγκλήματος! Κάποιοι μου έδειχναν το φύλλο της στατιστικής που μόλις είχε κυκλοφορήσει στις δημοσιογραφικές κερκίδες και με προκαλούσαν : «Πες μας, με 21 βολές παραπάνω που εκτέλεσαν οι Γιούγκοι, τι άλλο θέλεις για να καταλάβεις ότι μας έσφαξαν και πάλι;».
Ναι, οι βολές ήταν 43 για εκείνους και μόλις 22 για εμάς, αλλά όταν η Εθνική μας είχε το πάνω χέρι στον αγώνα, δηλαδή στην κανονική του διάρκεια, η απόσταση δεν ήταν δα και τόσο εξόφθαλμη.
Αυτοί τελείωσαν το 40λεπτό με 24 βολές (και 20 φάουλ), εμείς με 15 (και 26 φάουλ).
Το πρέσινγκ όμως συνεχίζεται : «λίγο ακόμα και θα μας πεις ότι μας έπαιξαν 50 -50 οι δύο απατεώνες!».
Όχι δεν ήθελα να φτάσω μέχρι εκεί, γιατί στο ημίχρονο κιόλας είχα κατεβάσει μια μούρη μέχρι το πάτωμα, βλέποντας τους δύο σέντερ μας, Φασούλα και Τσακαλίδη, να έχουν βγει ουσιαστικά νοκ αουτ από το παιχνίδι. «Πώς να παίξουμε τώρα μέσα στο καλάθι;», αναρωτήθηκα. Και βλέποντας στη συνέχεια Ομπράντοβιτς, Μποντίρογκα και Τζόρτζεβιτς να μαρκάρουν σαν λυσσασμένοι στα 2/3 του γηπέδου, για να γυρίσουν το σκορ, αλλά να μην χρεώνονται όλες τις παραβάσεις που έκαναν, ήξερα ότι πάλι θα΄χουμε το σύνηθες χάντικαπ της σφυρίχτρας να ξεπεράσουμε.
Πίστευα όμως ότι, αφού είχαμε φέρει τους Πλάβι, στα μέτρα μας, υπήρχε πάλι τρόπος να τους κερδίσουμε. Αρκεί να μην αφήναμε τις ευκαιρίες μας να πηγαίνουν χαμένες. Κι αυτό ήταν που δεν κάναμε. Για παράδειγμα, στα τελευταία 1.53 ΄΄ του κανονικού αγώνα αφήσαμε να πάνε στράφι δύο βολές του Παπανικολάου και μια του Οικονόμου. Ενώ οι Γιουγκοσλάβοι δεν εκτέλεσαν ούτε μια βολή σε αυτά τα 113΄΄ , εμείς πήραμε 4 και βάλαμε μόνο την 1!
«Οι πρώτοι που φταίνε είμαστε εμείς οι ίδιοι», βρίσκω τη δύναμη να αντιτάξω στους συναδέλφους που ωρύονταν. «Να βάζαμε μία από αυτές τις τρεις βολές και να κερδίζαμε».
Αλλά μόνο οι βολές μάς έφταιξαν, νομίζετε ; ότι φτάσαμε να κάνουμε επιθέσεις με τέσσερα γκαρντ και μόνον έναν παίκτη κοντά στην ρακέτα, δεν το είδατε ; μας είχαν ξαποστείλει οι Γιούγκοι από το πεδίο βολής και, δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές, μας ανάγκασαν να παλεύουμε με τον χρόνο των 30΄΄.
«Αυτό συνέβη ακριβώς γιατί δεν σφύριξαν οι απατεώνες τα φάουλ στο πρέσινγκ των Γιουγκοσλάβων», εξακολουθούσαν να μου πηγαίνουν κόντρα οι φίλοι μου. Και μόνο δύο – τρεις από αυτούς είχαν ήδη συμφωνήσει μαζί μου, ότι, έστω και μ΄ αυτούς τους διαιτητές, κρατούσαμε τη νίκη στα χέρια μας.
Δεν υπήρχε περίπτωση να τα βρούμε με όλους, ήταν φανερό. Αυτό όμως ίσως να μην έχει πια την παραμικρή σημασία γιατί εγώ θα επιμένω πάντα ότι βρεθήκαμε επιτέλους καβάλα στο άλογο (+12 πόντους στο 29΄, +10 στο 30΄, +8 στο 33΄), αλλά στην κρίσιμη στιγμή ξεθάψαμε κάποιες δεδομένες αδυναμίες που είχαμε σε αυτό το παγκόσμιο πρωτάθλημα (κυρίως την επιθετική ανισορροπία μας), χάσαμε και την αυτοσυγκέντρωσή μας και γι΄ αυτό δεν κερδίσαμε. Το θέλαμε και το πάθαμε…
Από την άλλη, παραμένουν αναπάντητες δύο χρόνιες απορίες μου.
Πρώτον : αυτός ο Μποντιρόγκα πότε επιτέλους θα σταματήσει να μας κλείσει το σπίτι ; και δεύτερον : πότε θα έρθει η μέρα να μας παίξουν εμάς οι διαιτητές 55 – 45 σε ματς με την Γιουγκοσλαβία ; Να δω μια ημέρα τους Γιουγκοσλάβους να βρίζουν ομαδικώς τον Βασιλακόπουλο και την FIBA και ας πάνε στο καλό όλα τα παλιά !



Η μεγαλοσύνη του ηττημένου
(το άρθρο είναι του Νίκου Παπαδογιάννη στο περιοδικό Τρίποντο της 11/8/98)


Αισθανόμουν εξοντωμένος το βράδυ του Σαββάτου. Σαν να είχα δώσει όλο μου το είναι για τη μεγάλη αποστολή, να είχα φτάσει δύο βήματα από την κορυφή του βουνού και μετά να με πήε η κατηφόρα.
Αισθανόμουν έτσι , εγώ που δεν έπαιξα με τους Γιουγκοσλάβους. Εγώ που απλώς κρατούσα ένα μικρόφωνο και μετέδιδα τον αγώνα για το ραδιόφωνο. Αισθανόμουν εξωντομένος και δεν είχα ακουμπήσει τη μπάλα. Δεν θα ήθελα να στέκω στα παπούτσια του Σιγάλα, του Αλβέρτη, του Οικονόμου…
Αισθανόμουν ερείπιο μετά την ήττα από τη Γιουγκοσλαβία. Διότι γνώριζα εκ των προτέρων πως μόνο ένα θαύμα ευψυχίας θα μπορούσε να νικήσει τη δυσβάστακτη παράδοση 11 χρόνων και την αναμφισβήτητη κλάση των Σέρβων. Και το ‘ βλεπα το θαύμα να συντελείτε στα μάτια μου επί δύο ώρες. Κάθε στιγμή που περνούσε το ένιωθα όλο και πιο πολύ. Ένιωθα πως οι Γιουγκοσλάβοι ακουμπούσαν με τον ένα ώμο στο καναβάτσο. Και δεν χρειαζόταν παρά ένα μικρό σπρώξιμο για να τους αποτελειώσουμε.
Το έβλεπα στα μάτια μου και όμως δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Η Ελλάδα στο κατώφλι του τελικού ενός Παγκοσμίου Πρωταθλήματος. Όσο απίθανο ακουγόταν στα δικά μου αυτιά άλλο τόσο απίθανο φαινόταν στο μυαλό των Ελλήνων διεθνών όσο περνούσε η ώρα. Κι όμως το πάλευαν με νύχια και με δόντια. Ακόμη και όταν βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση. Ακόμη και όταν εμείς στην εξέδρα είπαμε «τετέλεσται».
Η Εθνική σάλευε, έδειχνε ρυθμό, ως την τελευταία κόρνα της γραμματείας.
Έβλεπα τους διεθνείς να σκίζονται στο παρκέ, τους έβλεπα να υιοθετούν το δόγμα «refuse to lose» και , να σας πω την αλήθεια, τους ζήλευα. Ζήλευα την υπέρβαση που επιχειρούσαν , ζήλευα το πάθος τους, ζήλευα την επιθυμία και την απόφασή τους να αντικαταστήσουν το «μπορώ» με το «θέλω». Ποτέ άλλοτε δεν με έχει κάνει το μπασκετάκι να νιώθω τόσο υπερήφανος. Ποτέ άλλοτε δεν μπόρεσα να ταυτιστώ με τα ελληνικά χρώματα , με 12 ελληνικές ψυχές , όσο τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου. Ούτε το ’87 , ούτε το ’94 , ούτε στην Ατλάντα. Θυμήθηκα τα υπέροχα λόγια του Αλβέρτη : «Εμείς και το κοινό είμαστε ένα. Εμείς παίζουμε και εκείνοι κοιτάζουν , αλλά είναι σαν να παίζουν εκείνοι και εμείς να βλέπουμε».
Θα ήθελα να είμαι στο κορμί του Ρεντζιά το βράδυ του Σαββάτου: από πού τον έβγαλε τόσο τσαμπουκά ο Ευθύμης; Στα παπούτσια του Κορωνιού: πότε άλλοτε κοίταζαν αντίπαλο με τόσο φθόνο ο Τζόρτζεβιτς και ο Ομπράντοβιτς; Στη φανέλα του Οικονόμου: έχει κάνει παίκτης άλλης ομάδας τον Ίβκοβιτς να τραβάει τα μαλλιά του;
Κι αν μας νίκησε πάλι αυτός ο Μποντιρόγκα , ποιος νοιάζεται;
Εμείς, είκοσι χιλιάδες άνθρωποι , καταθέσαμε τις ψυχές μας στο γήπεδο.
Οι Γιουγκοσλάβοι, το έμφυτο ταλέντο τους και το αιώνιο νταβατζιλίκι τους με τους διαιτητές. Τι από τα δύο είναι πιο πολύτιμο στη ζυγαριά αυτού του ιστορικού ημιτελικού; Η στατιστική έγραψε Γιουγκοσλαβία, η παράδοση λέει 11 χρόνια γεμάτα ήττες , αλλά τα τρίποντα, τα ριμπάουντ , οι βολές δεν ήταν παρά ένας αστερίσκος σ’ αυτή τη σελίδα. Αυτός ο ημιτελικός είχε δύο νικητές. Και για μια φορά, η μεγαλοσύνη του ηττημένου έκλεψε την παράσταση. Για μια φορά η κραταιά Γιουγκοσλαβία χρειάστηκε τη βοήθεια της διαιτησίας για να μας κερδίσει.
Βοήθειά της! Και χάρισμά της το μετάλλιο!
Εξοντωμένος όπως σας είπα κι όμως ένοιωθα μια παράξενη πηγή ενέργειας να με κρατάει σε εγρήγορση το βράδυ του Σαββάτου. Πότε άλλοτε δεν ένιωσα να συμμετέχω και εγώ απ’ την εξέδρα σε ένα κερδισμένο ριμπάουντ , σε ένα εύστοχο τρίποντο. Ποτέ , ειλικρινά!
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα έστειλα γραπτό μήνυμα στο κινητό ενός απ’ τους διεθνείς μας. «Είστε το κάτι άλλο. Οι πρώτοι στον κόσμο». Το εννοούσα μέσα απ’ την καρδιά μου. Παλιόπαιδα να είστε καλά. Τα καταφέρατε και πάλι.

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου