Μπορεί να ακούγεται απόλυτο ή απλώς μια ριψοκίνδυνη προσέγγιση, αλλά με το κοντό μου μυαλό κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι. Η πείνα κορέστηκε. Η δίψα έσβησε. Η φλόγα δεν είναι πια τόσο ισχυρή.
«Τι εννοείς ρε Στράτο, θα μας εξηγήσεις ή θα μας αφήσεις να προσπαθούμε να αναλύσουμε το «χρησμό της Πυθίας» που μετά από τόσο καιρό απουσίας αποφάσισες στα ξαφνικά να μας ξεφουρνίσεις?» είναι μάλλον μια εύλογη ερώτηση. Έχετε δίκιο και εξηγούμαι αμέσως.
Ποιό ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό που έκανε τον Air τον πιο πετυχημένο παίχτη μπάσκετ των τελευταίων 30 ετών? Ποιά ήταν η κινητήριος δύναμη που έσπρωχνε στο γήπεδο το, γεμάτο πόνους, χτυπήματα και ενέσεις, κορμί του Larry Legend? Ποια η αιτία πίσω από τα 3 πρωταθλήματα του Μάγου και της τελευταίας του προσπάθειας να γυρίσει αφού είχε διαγνωσθεί με την καταραμένη ασθένεια? Στα γεράματά τους οι Πέιτον και Μαλόουν αρνήθηκαν φανέλες που σχεδόν είχαν γίνει δέρμα τους για δεκαετίες ολόκληρες αναζητώντας το Άγιο Δισκοπότηρο για ποιό λόγο? Ο πιο «σωστός» περιγραφικός όρος είναι μάλλον η λέξη «ανταγωνισμός». Εξάλλου ο τίτλος του εξόχως ανταγωνιστικού παίχτη χαρακτηρίζει νομίζω όλους τους προαναφερθέντες και αποτελεί κορωνίδα των χαρακτηριστικών που αποδίδονται από όλους στον MJ είτε έκανε προπόνηση είτε έπαιζε σε αγώνα (γκολφ ή και χαρτιών μάλιστα). Εμένα μου αρέσει μια πιο «αλήτικη» έκφραση, πιο ταιριαστή σε παίχτες που, παρόλα τα όσα έχουν πετύχει και το επίπεδο που βρίσκονται, παραμένουν μεγάλα παιδιά με σορτσάκια και φανέλες να κυνηγάνε μια σπυριάρα μπάλα. Η πείνα. Η δίψα. Η φλόγα. Δεν τη βλέπω πια. Πριν μερικά χρόνια ήταν εμφανής στα μάτια του Λεμπρόν, ο οποίος κυνηγούσε να αποδιώξει τους προσωπικούς του δαίμονες για την καθιέρωση ως ο καλύτερος του παιχνιδιού, να δικαιώσει το προσωνύμιο «Βασιλιάς», να μπει στο πάνθεον των καλύτερων, να μην υστερήσει στη σύγκρισή μαζί τους, να μην τελειώσει την καριέρα του ως ακόμα ένας μεγάλος σταρ των στατιστικών μόνο. Κάθε χρόνο ένιωθες σχεδόν την επιθυμία του να γίνει καλύτερος, να βελτιώσει το παιχνίδι του, να ανέβει επίπεδο, να ελαχιστοποιήσει τις αδυναμίες του, να νικήσει όλους τους προσωπικούς και ομαδικούς του αντιπάλους. Το έβλεπες στο βλέμμα του ότι υπήρχε η φλόγα αυτή της επικράτησης, της αναγνώρισης. Ακόμα και όταν τα κατάφερνε το χαιρόταν σαν μικρό παιδί, το απολάμβανε, το γούσταρε, ήξερε ότι ήταν κάτι δικό του, κάτι που θα έμενε για πάντα, απότοκος ατέλειωτων εργατοωρών στα γυμναστήρια και στα γήπεδα. Η αίσθησή μου πλέον είναι ότι χόρτασε.
Σαν να τον ενδιαφέρουν πιο πολύ οι επαγγελματικές συμφωνίες που θα κάνει,η επιρροή που έχει στον αμερικάνικο τύπο, οι δημόσιες σχέσεις, η βελτίωση και η εξέλιξη των διαταραγμένων σχέσεων του με την τοπική κοινωνία του Κλίβελαντ παρά κάτι άλλο. Φυσικά συνεχίζει να είναι ίσως ο καλύτερος παίχτης αυτή τη στιγμή, να γεμίζει τα στατιστικά του, αλλά η συγκέντρωσή του ΔΕΝ είναι εκεί, η αφοσίωσή του δεν είναι δεδομένη, η προσπάθειά του δεν έχει πια εκείνη την υπερβατική δυναμική των προηγουμένων χρόνων. Θα μπορούσε κάποιος να το θεωρήσει ότι πλέον είναι πιο έμπειρος και ώριμος να διαχειριστεί καλύτερα ανάλογες καταστάσεις ή ότι προσπαθεί, παράλληλα με την καθιέρωσή του ως ο κορυφαίος εντός παρκέ, να «επεκταθεί» και εκτός παρκέ, αλλά γιατί εμένα –και ας είμαι καχύποπτος- μου ακούγονται αυτά ως έωλες δικαιολογίες? Ακόμα και αν αφήσουμε τον Λεμπρόν, ψάχνω να βρω άλλους. Ο πρώην συνοδοιπόρος του, ο Ουέηντ ίσως είναι σε ακόμα χειρότερη μοίρα. Σε μια πολύ καλή ηλικία, έχοντας πια την εμπειρία 3 πρωταθλημάτων φαίνεται να έχει χάσει την επιθυμία του καν να είναι ανάμεσα στους κορυφαίους. Σαν να έχει χάσει την σπιρτάδα και την έκρηξη του που τον έκανε τόσο ξεχωριστό–δέχομαι ότι υπέφερε από πολλούς τραυματισμούς- και να έχει αποδεχθεί ένα ρόλο σχεδόν δευτεραγωνιστικό χαρίζοντάς μας αραιά και που μερικά highlights. Κάτι ψιλό σουτάκια έχει βάλει στο παιχνίδι του, μερικές διεισδύσεις και αυτό είναι όλο. Ο τύπος στα μάτια μου είναι σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τον Λεμπρόν και φέρεται σαν να περιμένει καρτερικά το τέλος της καριέρας του. Ιδίως από τη στιγμή που έφυγε ο Τζέιμς και άρα δεν συγκαταλέγεται η ομάδα του ανάμεσα στα φαβορί για τον τίτλο, σαν να το έχει παρατήσει. Στα 33 του ρε γαμώτο?
Ακόμα και οι νεότεροι, Ντουράντ, Πολ, Γκρίφιν φαίνεται να έχουν ως στόχο να τους μιμηθούν, ήτοι να κερδίσουν αυτόν τον ένα τουλάχιστον τίτλο που θα τους επιτρέψει να μην κατηγοριοποιηθούν ως «άτιτλοι» και μετά να συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους μέχρι να αποσυρθούν. Σαν να κάνουν μια δουλειά, χωρίς έμπνευση, χωρίς φανατισμό, χωρίς πάθος, χωρίς –και συγχωρήστε με για το αγοραίο- καύλα για αυτό που καταθέτουν κάθε βράδυ στο παρκέ. «Business as usual» που θα έλεγαν και στην πατρίδα τους. Ώρες ώρες τους βλέπω σαν αριθμητικούς παράγοντες –ονομαστές ή παρονομαστές- σε πολύπλοκα αριθμητικά σχήματα με γινόμενα λεφτά, πόντους, ριμπάουντ, ασσίστ ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Μπορείς να τους κακίσεις αν το μότο τους είναι grosso mondo: «Βγάλαμε λεφτά, καταρρίψαμε μερικά ρεκόρ, πήραμε και τουλάχιστον ένα πρωτάθλημα να μην λένε loosers, άρα τώρα μπορούμε να αράξουμε και να τελειώσουμε ήρεμα και ωραία την καριέρα μας»? και πριν τους λιθοβολήσουμε –και πρώτος εγώ- πόσοι από εμάς με μερικά εκατομμύρια στην τσέπη, διαφημιστικά συμβόλαια, φήμη, δόξα, πολυτέλειες ΔΕ θα έκαναν το ίδιο? Ίσως να είναι ίδιον της ανθρώπινης φυλής ο εφησυχασμός και η ήσσον προσπάθεια από τη στιγμή που έστω για λίγο, για μια φορά η κορυφή κατακτήθηκε, ο στόχος επιτεύχθη. Δεν είναι πολλά, 15 χρόνια μάξιμουμ είναι αυτά που θα βρίσκονται στο παρκέ και μέσα σε αυτά θα πρέπει να στηρίξουν μια ολόκληρη ζωή αργότερα.
Κυνικό μπορεί να ακούγεται, αλλά πόσο αληθινό. «Μπορώ να σε παίξω άμυνα ό, τι ώρα θέλω» είπε ένας ρούκι των Γκρίζιλις σε έναν αδιάφορο αγώνα πρωταθλήματος εναντίον των Ταύρων στον Μιχάλη. Τον άκουσε ο προπονητής του και αμέσως τον τράβηξε στον πάγκο ευχόμενος ίσως ότι το 23 δεν το άκουσε ή δεν έδωσε σημασία. Οι Αρκούδες ήταν μπροστά στο σκορ. Πείτε μου για ποιό λόγο ο Jordan «σκύλιασε» και έβαλε 15 σερί πόντους στα επόμενα 5 λεπτά οδηγώντας την ομάδα του στη νίκη? Για ποιό λόγο ήθελε να κερδίσει σε κάθε προπόνηση όταν έπαιζαν ρολόι με τους συμπαίχτες του? Για ποιό λόγο γύρισε πίσω στην ενεργό δράση στα 40 του ρισκάροντας έστω την υστεροφημία του, αφού δεν είχε να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν? Για ποιό λόγο στα γεράματα έπαιξε μονό με τον Kwame Brown και τον ξεφτίλισε κάνοντάς του το ένα σκληρό φάουλ μετά το άλλο? Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει από το να διακινδυνεύσει να ξεθωριαστούν έστω και λίγο τα επιτεύγματα μιας αθλητικής ζωής και καριέρας που είχε διανύσει και τον είχαν κατατάξει ως τον καλύτερο όλων. Πώς το είχε πει ο ίδιος? Η φαγούρα...
Μια από τις πιο αγαπημένες μου δικές μου αναρτήσεις –για να διαπιστώσετε την ψυχοπάθεια του αντρός- είναι για τον Λάρι και τον τραυματισμό του σε παιχνίδι play-off εναντίον των Πέισερς. Έβαλε την υγεία του σε δεύτερη μοίρα, αγκάλιασε τον πόνο και βγήκε έξω να παίξει. Όχι ο οποιοσδήποτε ρούκι που ήθελε να δηλώσει την παρουσία του αλλά ένας θρύλος του αθλήματος!!! Για να κερδίσει το παιχνίδι. Για να βοηθήσει τους συμπαίχτες του. Γιατί μόνο αυτό είχε σημασία για αυτόν. Γιατί ΔΕ θα ήταν ο Larry Legend αν δεν γυρνούσε να παίξει με σακατεμένη πλάτη. Γιατί αυτό έκανε από την πρώτη στιγμή που έπιασε τη μπάλα στα χέρια του έως την τελευταία. Γιατί την επόμενη μέρα του τελευταίου αγώνα της σαιζόν, ανεξαρτήτως αν ήταν ή όχι πρωταθλητής, ξεκινούσε προετοιμασία για την επόμενη!!! Ακόμα και από την τηλεόραση ένιωθες την επιθυμία τους για νίκη να ξεχειλίζει, καταλάβαινεις την ενέργειά τους να εκλύεται, αισθανόσουν ότι για αυτούς εκεί –τον Πίπεν, τον Μπάρκλεϋ, τον Μαλόουν, τον Στόκτον, τον Μίλλερ, τον Ρόντμαν και πόσους άλλους- τα πάντα αρχίζουν και σταματάνε εντός του παρκέ. Δε σε ξεγελούσαν, δεν προσπαθούσαν να αποφύγουν την γνήσια ουσία του παιχνιδιού –λέγε με ανταγωνιστικότητα-, δεν έγιναν θύματα του βιομηχανοποιημένου τρόπου ζωής ή και μπάσκετ αργότερα που επέτρεψε σε πολλούς μέτριους παίχτες να εμφανίζονται καλύτεροι από ότι στην πραγματικότητα. Η αίσθησή μου είναι ότι στο μυαλό τους υπήρχε μόνο η νίκη και η επικράτηση εναντίον του αντιπάλου με κάθε αγωνιστικό κόστος. Ακόμα και το «ξύλο» που έπεφτε τότε από Πίστονς (Λαϊμπιρ-Μαχόρν), Νικς (Όακλευ-Σταρκς), Σίξερς (Σερ-Μαχόρν), Μπουλς (Κάρτραιτ-Ρόντμαν), Λέικερς (Κούπερ-Ράμπις), Σέλτικς (Ντ. Τζόνσον-Έιντζ) ήταν τρόπος έκφρασης της θέλησης και της ανταγωνιστικότητας για τη νίκη. Έβλεπες τον Τσαρλς να παλεύει για ένα ριμπάουντ με τον Ρόντμαν και ένιωθες ότι για αυτούς τους δύο τρελλούς η τύχη του ελεύθερου κόσμου εξαρτιόταν από αυτό το ριμπάουντ. Σήμερα παλεύει ο Μπλέικ Γκρίφιν με τον Αμάρε ή τον Κρις Μπος προκειμένου να συμπληρώσουν τη στατιστική τους!!!
Παρόλο που γενικώς δεν τον γουστάρω σαν παίχτη, ίσως μόνο ο Κόμπι έχει μείνει ακόμα να παίζει με κάποια ποσόστωση πείνας, φλόγας, δίψας που να θυμίζει κάτι από τους παλιούς. Ακόμα και αν οι λόγοι του είναι εντελώς ιδιοτελείς και εγωιστικοί, μόνο σε αυτόν μπορώ κάποιες φορές ακόμα να διακρίνω εκείνη τη γνήσια λάμψη που υπήρχε παλιότερα και προερχόταν όχι από τα φώτα του γηπέδου, τα shows του ημιχρόνου, τα διαφημιστικά κόλπα, τις φανταχτερές εμφανίσεις και τα τατουάζ, αλλά από την εσώτερη κάψα να ξεπεράσει τον αντίπαλο και τον εαυτό του και να φτάσει εκεί ψηλά που ονειρευόταν από μικρός ακόμα. Δεν τη βλέπω ρε παιδιά αυτή την πείνα και στεναχωριέμαι. Και ας είμαι άδικος και ας με πείτε περίεργο, κολλημένο, παρελθοντολάγνο, υπερβολικό, ιδεαλιστή, ανυπόφορο. Για αυτό και πιο εύκολα ανατρέχω να βλέπω παλιότερους αγώνες παρά αυτούς του τρέχοντος πρωταθλήματος. Καλή χρονιά σε όλους.
Ποιό ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό που έκανε τον Air τον πιο πετυχημένο παίχτη μπάσκετ των τελευταίων 30 ετών? Ποιά ήταν η κινητήριος δύναμη που έσπρωχνε στο γήπεδο το, γεμάτο πόνους, χτυπήματα και ενέσεις, κορμί του Larry Legend? Ποια η αιτία πίσω από τα 3 πρωταθλήματα του Μάγου και της τελευταίας του προσπάθειας να γυρίσει αφού είχε διαγνωσθεί με την καταραμένη ασθένεια? Στα γεράματά τους οι Πέιτον και Μαλόουν αρνήθηκαν φανέλες που σχεδόν είχαν γίνει δέρμα τους για δεκαετίες ολόκληρες αναζητώντας το Άγιο Δισκοπότηρο για ποιό λόγο? Ο πιο «σωστός» περιγραφικός όρος είναι μάλλον η λέξη «ανταγωνισμός». Εξάλλου ο τίτλος του εξόχως ανταγωνιστικού παίχτη χαρακτηρίζει νομίζω όλους τους προαναφερθέντες και αποτελεί κορωνίδα των χαρακτηριστικών που αποδίδονται από όλους στον MJ είτε έκανε προπόνηση είτε έπαιζε σε αγώνα (γκολφ ή και χαρτιών μάλιστα). Εμένα μου αρέσει μια πιο «αλήτικη» έκφραση, πιο ταιριαστή σε παίχτες που, παρόλα τα όσα έχουν πετύχει και το επίπεδο που βρίσκονται, παραμένουν μεγάλα παιδιά με σορτσάκια και φανέλες να κυνηγάνε μια σπυριάρα μπάλα. Η πείνα. Η δίψα. Η φλόγα. Δεν τη βλέπω πια. Πριν μερικά χρόνια ήταν εμφανής στα μάτια του Λεμπρόν, ο οποίος κυνηγούσε να αποδιώξει τους προσωπικούς του δαίμονες για την καθιέρωση ως ο καλύτερος του παιχνιδιού, να δικαιώσει το προσωνύμιο «Βασιλιάς», να μπει στο πάνθεον των καλύτερων, να μην υστερήσει στη σύγκρισή μαζί τους, να μην τελειώσει την καριέρα του ως ακόμα ένας μεγάλος σταρ των στατιστικών μόνο. Κάθε χρόνο ένιωθες σχεδόν την επιθυμία του να γίνει καλύτερος, να βελτιώσει το παιχνίδι του, να ανέβει επίπεδο, να ελαχιστοποιήσει τις αδυναμίες του, να νικήσει όλους τους προσωπικούς και ομαδικούς του αντιπάλους. Το έβλεπες στο βλέμμα του ότι υπήρχε η φλόγα αυτή της επικράτησης, της αναγνώρισης. Ακόμα και όταν τα κατάφερνε το χαιρόταν σαν μικρό παιδί, το απολάμβανε, το γούσταρε, ήξερε ότι ήταν κάτι δικό του, κάτι που θα έμενε για πάντα, απότοκος ατέλειωτων εργατοωρών στα γυμναστήρια και στα γήπεδα. Η αίσθησή μου πλέον είναι ότι χόρτασε.
Σαν να τον ενδιαφέρουν πιο πολύ οι επαγγελματικές συμφωνίες που θα κάνει,η επιρροή που έχει στον αμερικάνικο τύπο, οι δημόσιες σχέσεις, η βελτίωση και η εξέλιξη των διαταραγμένων σχέσεων του με την τοπική κοινωνία του Κλίβελαντ παρά κάτι άλλο. Φυσικά συνεχίζει να είναι ίσως ο καλύτερος παίχτης αυτή τη στιγμή, να γεμίζει τα στατιστικά του, αλλά η συγκέντρωσή του ΔΕΝ είναι εκεί, η αφοσίωσή του δεν είναι δεδομένη, η προσπάθειά του δεν έχει πια εκείνη την υπερβατική δυναμική των προηγουμένων χρόνων. Θα μπορούσε κάποιος να το θεωρήσει ότι πλέον είναι πιο έμπειρος και ώριμος να διαχειριστεί καλύτερα ανάλογες καταστάσεις ή ότι προσπαθεί, παράλληλα με την καθιέρωσή του ως ο κορυφαίος εντός παρκέ, να «επεκταθεί» και εκτός παρκέ, αλλά γιατί εμένα –και ας είμαι καχύποπτος- μου ακούγονται αυτά ως έωλες δικαιολογίες? Ακόμα και αν αφήσουμε τον Λεμπρόν, ψάχνω να βρω άλλους. Ο πρώην συνοδοιπόρος του, ο Ουέηντ ίσως είναι σε ακόμα χειρότερη μοίρα. Σε μια πολύ καλή ηλικία, έχοντας πια την εμπειρία 3 πρωταθλημάτων φαίνεται να έχει χάσει την επιθυμία του καν να είναι ανάμεσα στους κορυφαίους. Σαν να έχει χάσει την σπιρτάδα και την έκρηξη του που τον έκανε τόσο ξεχωριστό–δέχομαι ότι υπέφερε από πολλούς τραυματισμούς- και να έχει αποδεχθεί ένα ρόλο σχεδόν δευτεραγωνιστικό χαρίζοντάς μας αραιά και που μερικά highlights. Κάτι ψιλό σουτάκια έχει βάλει στο παιχνίδι του, μερικές διεισδύσεις και αυτό είναι όλο. Ο τύπος στα μάτια μου είναι σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τον Λεμπρόν και φέρεται σαν να περιμένει καρτερικά το τέλος της καριέρας του. Ιδίως από τη στιγμή που έφυγε ο Τζέιμς και άρα δεν συγκαταλέγεται η ομάδα του ανάμεσα στα φαβορί για τον τίτλο, σαν να το έχει παρατήσει. Στα 33 του ρε γαμώτο?
Ακόμα και οι νεότεροι, Ντουράντ, Πολ, Γκρίφιν φαίνεται να έχουν ως στόχο να τους μιμηθούν, ήτοι να κερδίσουν αυτόν τον ένα τουλάχιστον τίτλο που θα τους επιτρέψει να μην κατηγοριοποιηθούν ως «άτιτλοι» και μετά να συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους μέχρι να αποσυρθούν. Σαν να κάνουν μια δουλειά, χωρίς έμπνευση, χωρίς φανατισμό, χωρίς πάθος, χωρίς –και συγχωρήστε με για το αγοραίο- καύλα για αυτό που καταθέτουν κάθε βράδυ στο παρκέ. «Business as usual» που θα έλεγαν και στην πατρίδα τους. Ώρες ώρες τους βλέπω σαν αριθμητικούς παράγοντες –ονομαστές ή παρονομαστές- σε πολύπλοκα αριθμητικά σχήματα με γινόμενα λεφτά, πόντους, ριμπάουντ, ασσίστ ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Μπορείς να τους κακίσεις αν το μότο τους είναι grosso mondo: «Βγάλαμε λεφτά, καταρρίψαμε μερικά ρεκόρ, πήραμε και τουλάχιστον ένα πρωτάθλημα να μην λένε loosers, άρα τώρα μπορούμε να αράξουμε και να τελειώσουμε ήρεμα και ωραία την καριέρα μας»? και πριν τους λιθοβολήσουμε –και πρώτος εγώ- πόσοι από εμάς με μερικά εκατομμύρια στην τσέπη, διαφημιστικά συμβόλαια, φήμη, δόξα, πολυτέλειες ΔΕ θα έκαναν το ίδιο? Ίσως να είναι ίδιον της ανθρώπινης φυλής ο εφησυχασμός και η ήσσον προσπάθεια από τη στιγμή που έστω για λίγο, για μια φορά η κορυφή κατακτήθηκε, ο στόχος επιτεύχθη. Δεν είναι πολλά, 15 χρόνια μάξιμουμ είναι αυτά που θα βρίσκονται στο παρκέ και μέσα σε αυτά θα πρέπει να στηρίξουν μια ολόκληρη ζωή αργότερα.
Κυνικό μπορεί να ακούγεται, αλλά πόσο αληθινό. «Μπορώ να σε παίξω άμυνα ό, τι ώρα θέλω» είπε ένας ρούκι των Γκρίζιλις σε έναν αδιάφορο αγώνα πρωταθλήματος εναντίον των Ταύρων στον Μιχάλη. Τον άκουσε ο προπονητής του και αμέσως τον τράβηξε στον πάγκο ευχόμενος ίσως ότι το 23 δεν το άκουσε ή δεν έδωσε σημασία. Οι Αρκούδες ήταν μπροστά στο σκορ. Πείτε μου για ποιό λόγο ο Jordan «σκύλιασε» και έβαλε 15 σερί πόντους στα επόμενα 5 λεπτά οδηγώντας την ομάδα του στη νίκη? Για ποιό λόγο ήθελε να κερδίσει σε κάθε προπόνηση όταν έπαιζαν ρολόι με τους συμπαίχτες του? Για ποιό λόγο γύρισε πίσω στην ενεργό δράση στα 40 του ρισκάροντας έστω την υστεροφημία του, αφού δεν είχε να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν? Για ποιό λόγο στα γεράματα έπαιξε μονό με τον Kwame Brown και τον ξεφτίλισε κάνοντάς του το ένα σκληρό φάουλ μετά το άλλο? Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει από το να διακινδυνεύσει να ξεθωριαστούν έστω και λίγο τα επιτεύγματα μιας αθλητικής ζωής και καριέρας που είχε διανύσει και τον είχαν κατατάξει ως τον καλύτερο όλων. Πώς το είχε πει ο ίδιος? Η φαγούρα...
Μια από τις πιο αγαπημένες μου δικές μου αναρτήσεις –για να διαπιστώσετε την ψυχοπάθεια του αντρός- είναι για τον Λάρι και τον τραυματισμό του σε παιχνίδι play-off εναντίον των Πέισερς. Έβαλε την υγεία του σε δεύτερη μοίρα, αγκάλιασε τον πόνο και βγήκε έξω να παίξει. Όχι ο οποιοσδήποτε ρούκι που ήθελε να δηλώσει την παρουσία του αλλά ένας θρύλος του αθλήματος!!! Για να κερδίσει το παιχνίδι. Για να βοηθήσει τους συμπαίχτες του. Γιατί μόνο αυτό είχε σημασία για αυτόν. Γιατί ΔΕ θα ήταν ο Larry Legend αν δεν γυρνούσε να παίξει με σακατεμένη πλάτη. Γιατί αυτό έκανε από την πρώτη στιγμή που έπιασε τη μπάλα στα χέρια του έως την τελευταία. Γιατί την επόμενη μέρα του τελευταίου αγώνα της σαιζόν, ανεξαρτήτως αν ήταν ή όχι πρωταθλητής, ξεκινούσε προετοιμασία για την επόμενη!!! Ακόμα και από την τηλεόραση ένιωθες την επιθυμία τους για νίκη να ξεχειλίζει, καταλάβαινεις την ενέργειά τους να εκλύεται, αισθανόσουν ότι για αυτούς εκεί –τον Πίπεν, τον Μπάρκλεϋ, τον Μαλόουν, τον Στόκτον, τον Μίλλερ, τον Ρόντμαν και πόσους άλλους- τα πάντα αρχίζουν και σταματάνε εντός του παρκέ. Δε σε ξεγελούσαν, δεν προσπαθούσαν να αποφύγουν την γνήσια ουσία του παιχνιδιού –λέγε με ανταγωνιστικότητα-, δεν έγιναν θύματα του βιομηχανοποιημένου τρόπου ζωής ή και μπάσκετ αργότερα που επέτρεψε σε πολλούς μέτριους παίχτες να εμφανίζονται καλύτεροι από ότι στην πραγματικότητα. Η αίσθησή μου είναι ότι στο μυαλό τους υπήρχε μόνο η νίκη και η επικράτηση εναντίον του αντιπάλου με κάθε αγωνιστικό κόστος. Ακόμα και το «ξύλο» που έπεφτε τότε από Πίστονς (Λαϊμπιρ-Μαχόρν), Νικς (Όακλευ-Σταρκς), Σίξερς (Σερ-Μαχόρν), Μπουλς (Κάρτραιτ-Ρόντμαν), Λέικερς (Κούπερ-Ράμπις), Σέλτικς (Ντ. Τζόνσον-Έιντζ) ήταν τρόπος έκφρασης της θέλησης και της ανταγωνιστικότητας για τη νίκη. Έβλεπες τον Τσαρλς να παλεύει για ένα ριμπάουντ με τον Ρόντμαν και ένιωθες ότι για αυτούς τους δύο τρελλούς η τύχη του ελεύθερου κόσμου εξαρτιόταν από αυτό το ριμπάουντ. Σήμερα παλεύει ο Μπλέικ Γκρίφιν με τον Αμάρε ή τον Κρις Μπος προκειμένου να συμπληρώσουν τη στατιστική τους!!!
Παρόλο που γενικώς δεν τον γουστάρω σαν παίχτη, ίσως μόνο ο Κόμπι έχει μείνει ακόμα να παίζει με κάποια ποσόστωση πείνας, φλόγας, δίψας που να θυμίζει κάτι από τους παλιούς. Ακόμα και αν οι λόγοι του είναι εντελώς ιδιοτελείς και εγωιστικοί, μόνο σε αυτόν μπορώ κάποιες φορές ακόμα να διακρίνω εκείνη τη γνήσια λάμψη που υπήρχε παλιότερα και προερχόταν όχι από τα φώτα του γηπέδου, τα shows του ημιχρόνου, τα διαφημιστικά κόλπα, τις φανταχτερές εμφανίσεις και τα τατουάζ, αλλά από την εσώτερη κάψα να ξεπεράσει τον αντίπαλο και τον εαυτό του και να φτάσει εκεί ψηλά που ονειρευόταν από μικρός ακόμα. Δεν τη βλέπω ρε παιδιά αυτή την πείνα και στεναχωριέμαι. Και ας είμαι άδικος και ας με πείτε περίεργο, κολλημένο, παρελθοντολάγνο, υπερβολικό, ιδεαλιστή, ανυπόφορο. Για αυτό και πιο εύκολα ανατρέχω να βλέπω παλιότερους αγώνες παρά αυτούς του τρέχοντος πρωταθλήματος. Καλή χρονιά σε όλους.
1 σχόλια:
Το είχα ακούσει πριν λίγα χρόνια απ' το BS Report του B.Simmons και το συγκράτησα: "Δεν υπάρχει μπασκετμπολίστας Χάουαρντ, υπάρχει Brand Name D. Howard", κοκ.
Ο Παπανικολάου σε ένα πρόσφατο αφιέρωμα που του έφτιαξε ο OTETV ούτε λίγο ούτε πολύ είπε πως τους Χάρντεν - Χάουαρντ τους βλέπει ελάχιστα γιατί έχουν τόσα πολλά να κάνουν που δεν προλαβαίνουν να αφιερώσουν χρόνο στην ομάδα τους και να χτίσουν τις σχέσεις τους.
Το πράγμα έχει ξεφύγει που το μπάσκετ αποτελεί μία απ' τις πολλές αρμοδιότητες των σουπερ σταρ.
Το παράδοξο είναι πως αν και τα τελευταία χρόνια το ΝΒΑ έγινε ένα μονοδιάστατο isolation game, υπάρχει και μία ομάδα που έπαιξε το πιο ολοκληρωτικό μπάσκετ που παρακολούθησα ποτέ.
Οι Spurs έχουν μαζεμένα όλα όσα σωστά ψάχνεις στο άρθρο σου άρα υπάρχει ακόμη ελπίδα...
Υ.Γ. Η επόμενη μεγάλη ελπίδα είναι οι Warriors των Κέρι - Τόμπσον.
Υ.Γ. οι Κόμπι - Ντάνκαν - Γκαρνετ είναι οι τελευταίοι μιας "παρτίδας αθλητών" που δείχνει να εκλείπει.
Υ.Γ. Το Brand Name Michael Jordan, ιδιαίτερα το '96-'98, είχε ξεφύγει απο κάθε έλεγχο. Αλλά, όπως έχουμε όλοι καταλάβει, ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα..
Δημοσίευση σχολίου