O ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
το παρακάτω άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Τρίποντο στις 15 Ιουνίου 1993 (τεύχος 240) από τον δημοσιογράφο Φίλιππο Συρίγο.
Ήταν περίπου τέτοιες μέρες , το 1983 , στη Λιμόζ. Στο «Μπομπλάν» παίζονταν οι αγώνες του ενός από τους δύο ομίλους του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος , με την Εθνική μας , την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία , τη Γιουγκοσλαβία , και τη Σουηδία. Εκεί είδα για πρώτη φορά τον Ντράζεν.
Οι Γάλλοι δεν του είχαν επιφυλάξει καθόλου καλή υποδοχή. Κάθε φορά που έμπαινε για να παίξει τον σφύριζαν με μανία. Όταν έπιανε την μπάλα γινόταν πανδαιμόνιο από τις αποδοκιμασίες. Έφταιγαν οι αναμετρήσεις της τοπικής Λιμόζ με την τότε ομάδα του πιτσιρικά Πέτροβιτς , τη Σιμπένκα , για τα τελικά του Κόρατς. «Ποιος ξέρει τι θα τους έχει κάνει….» σκέφθηκα.
Αυτός όμως , αν και δεν ήταν στα 19, φαινόταν να τους γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Με τη γλώσσα έξω , έκανε ντρίμπλες, πάσες , μπασίματα, σουτ, «περιφρονώντας» και «ιερά τέρατα» σαν τον Κιτσάνοβιτς, τον Νταλίπαγκιτς, και τον Τσόσιτς που είχε δίπλα του. Ήταν φανερό πως αυτός ο πιτσιρικάς είχε κάτι ξεχωριστό μέσα του. Δεν εξηγείτο διαφορετικά όλη αυτή η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση στην πρώτη μόλις εμφάνισή του με τα χρώματα της Γιουγκοσλαβίας. Και με τον κόσμο όλον , εναντίον του!
Ο αγώνας Ιταλίας – Γιουγκοσλαβίας ήταν μεγάλο ντέρμπι. Και επεφύλαξε τη μεγαλύτερη συμπλοκή που έχω παρακολουθήσει ποτέ στο μπάσκετ. Να δέρνονται αλύπητα για πολύ ώρα όλοι οι παίκτες , οι προπονητές, οι συνοδοί, μέχρι και οι δημοσιογράφοι. Ο Γκάμπα να ρίχνει μπουνιές αδιακρίτως, ο γερό-Ρουμπίνι να βρυχάται σαν λιοντάρι, ο Γκρμποβιτς να παίρνει ένα ψαλίδι για να φοβίσει τον Μενεγκίν, ο Κιτσάνοβιτς και ο Σλάβνιτς να καταφεύγουν πάνω στα τραπέζια των δημοσιογράφων για να σωθούν, αλλά εκεί να τους χτυπούν οι Ιταλοί συνάδελφοι με τα καπάκια από τις γραφομηχανές! Κόλαση…
Και ποιος τα προκάλεσε όλα αυτά; Μα , εκείνος ο πιτσιρικάς με το φουντωτό μαλλί και τη γλώσσα έξω , όταν συγκρούστηκε με τον Τζιλάρντι και στη συνέχεια λειτούργησε σαν εκπαιδευμένος προβοκάτορας.
«Παιδί να σου τύχει…» σκέφτηκα.
«Πραγματικός γιος της π…». Δεν μπορούσα όμως να το πώ στην τηλεόραση.
Έτσι τον αποκάλεσα «γιο του Διαβόλου».
Τους Γιουγκοσλάβους άλλωστε είναι η αλήθεια πως δεν τους πολυσυμπαθούσα τότε.
Μετά τη Λιμόζ, με τον Ντράζεν «συναντιόμαστε» κάθε χρόνο. Το 1984 στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες , όπου πάλι εναντίον της Ιταλίας έκανε τα δικά του. Το 1985 πρώτα στη Βουδαπέστη στον τελικό Τσιμπόνα – Ζαλγκίρις και μετά στους Πανευρωπαϊκούς της Γερμανίας. Το 1986 ήλθε στην Αθήνα όπου με την Τσιμπόνα ξανακέρδισε το Πρωταθλητριών κόντρα στη Ρεάλ και μετά για το Παγκόσμιο στην Ισπανία.
Άλλο κακό εκεί πέρα. Γιατί το όνομά του είχε αναμιχθεί (όπως και του αδελφού του Αλεξάνταρ) σε μια περίεργη ιστορία με κάποια νεαρή Γερμανίδα και ο κόσμος ήθελε να τον φάει. Ίσως γι αυτό η Γιουγκοσλαβία έχασε στον αξέχαστο εκείνο ημιτελικό από τους Σοβιετικούς, που ουσιαστικά έπαιζαν εντός έδρας.
Όταν το ’87 ήλθε στην Αθήνα πέρασε επίσης δύσκολες μέρες. Όχι μόνο γιατί η φήμηη που τον συνόδευε δεν ήταν καλή , αλλά και γιατί βρέθηκε δύο φορές στο δρόμο της Εθνικής μας και μετά τη δεύτερη ήττα στον ημιτελικό , έκανε (μαζί με τον αδελφό του) κάποιες δηλώσεις που αγρίεψαν τον κόσμο.
Το 1988 κέρδισε στη Σεούλ το αργυρό μετάλλιο της Ολυμπιάδας, και την άνοιξη του ’89 ήρθε στην Αθήνα να μαγέψει τον κόσμο σ’εκείνον τον αξέχαστο τελικό με την Καζέρτα, όπου σαν παίκτης της Ρεάλ πέτυχε 62 πόντους και πήρε το τρόπαιο.
Το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου εκδικήθηκε δύο φορές την Εθνική μας για τις ήττες του ’87 και κέρδισε τ ους Πανευρωπαικούς στο Ζάγκρεμπ. Ήταν πολύ μεγάλος πια για να μείνει στην Ευρώπη. Πέρασε έτσι τον Ατλαντικό και πήγε στο Πόρτλαντ. Τον αναγνώριζα αλλά δεν τον συμπαθούσα. «Δε θα βρεθεί ρε μπαγάσα –σκεφτόμουν- κανένα αραπάκι να σου κόψει τη γλώσσα…».
Τα αραπάκια όμως κάθισαν προσοχή μπροστά του όταν το επόμενο καλοκαίρι κέρδισε τον Παγκόσμιο τίτλο. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα από την τηλεόραση , όπως και το 1991 στη Ρώμη για τελευταία φορά με τη μεγάλη Γιουγκοσλαβία. Τον ξαναείδα από κοντά πέρυσι στη Μούρθια , στο Προολυμπιακό , ως παίκτη της Κροατίας και δεν τον γνώρισα. Είχε κόψει κοντά τα μαλλιά και είχε βάλει τόση μυϊκή δύναμη στο κορμί του που φαινόταν σαν χτισμένος. «Ιδού τα αποτελέσματα του ΝΒΑ» είπα στους άλλους. Είχε αλλάξει όμως και το παιχνίδι του. Καλύτερη άμυνα, λιγότερη επίδειξη, περισσότερη ουσία, και σχεδόν ανύπαρκτη προκλητικότητα.
Ένας άλλος Ντράζεν. Σχεδόν τέλειος σε όλα. Τότε ήταν που ξέχασα τον «γιο του διαβόλου» και δέχθηκα τον «Μότσαρτ του μπάσκετ» .Στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης τον θαύμασα λίγο λιγότερο από τα παιδιά της Dream Team. Ουσιαστικά όμως ήταν ήδη ένας από αυτούς. Και το απέδειξε φέτος με την εκπληκτική του χρονιά στο ΝΒΑ που είχε σαν αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί στην 3η καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος.
Έμαθα τον θάνατό του Τρίτη πρωί στο κρεβάτι, από το τηλεφώνημα μιας φίλης μου. «Λένε ότι σκοτώθηκε ο Πέτροβιτς. Είναι αλήθεια;» μου είπε. Ναι, τελικώς ήταν αλήθεια. Ο Ντράζεν που μισήσαμε, αλλά και θαυμάσαμε, έφυγε τόσο νωρίς.
Σε τροχαίο , όπως παλαιότερα ο Κόρατς και πρόσφατα ο Μαρτίν και ο Γκομπόροφ.
Μπορεί να μην τον πολυσυμπάθησα , αλλά ήταν πραγματικά μεγάλος. Μάλλον ο μεγαλύτερος που έβγαλε το ευρωπαϊκό μπάσκετ μετά τον Σαμπόνις.
Ήταν περίπου τέτοιες μέρες , το 1983 , στη Λιμόζ. Στο «Μπομπλάν» παίζονταν οι αγώνες του ενός από τους δύο ομίλους του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος , με την Εθνική μας , την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία , τη Γιουγκοσλαβία , και τη Σουηδία. Εκεί είδα για πρώτη φορά τον Ντράζεν.
Οι Γάλλοι δεν του είχαν επιφυλάξει καθόλου καλή υποδοχή. Κάθε φορά που έμπαινε για να παίξει τον σφύριζαν με μανία. Όταν έπιανε την μπάλα γινόταν πανδαιμόνιο από τις αποδοκιμασίες. Έφταιγαν οι αναμετρήσεις της τοπικής Λιμόζ με την τότε ομάδα του πιτσιρικά Πέτροβιτς , τη Σιμπένκα , για τα τελικά του Κόρατς. «Ποιος ξέρει τι θα τους έχει κάνει….» σκέφθηκα.
Αυτός όμως , αν και δεν ήταν στα 19, φαινόταν να τους γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Με τη γλώσσα έξω , έκανε ντρίμπλες, πάσες , μπασίματα, σουτ, «περιφρονώντας» και «ιερά τέρατα» σαν τον Κιτσάνοβιτς, τον Νταλίπαγκιτς, και τον Τσόσιτς που είχε δίπλα του. Ήταν φανερό πως αυτός ο πιτσιρικάς είχε κάτι ξεχωριστό μέσα του. Δεν εξηγείτο διαφορετικά όλη αυτή η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση στην πρώτη μόλις εμφάνισή του με τα χρώματα της Γιουγκοσλαβίας. Και με τον κόσμο όλον , εναντίον του!
Ο αγώνας Ιταλίας – Γιουγκοσλαβίας ήταν μεγάλο ντέρμπι. Και επεφύλαξε τη μεγαλύτερη συμπλοκή που έχω παρακολουθήσει ποτέ στο μπάσκετ. Να δέρνονται αλύπητα για πολύ ώρα όλοι οι παίκτες , οι προπονητές, οι συνοδοί, μέχρι και οι δημοσιογράφοι. Ο Γκάμπα να ρίχνει μπουνιές αδιακρίτως, ο γερό-Ρουμπίνι να βρυχάται σαν λιοντάρι, ο Γκρμποβιτς να παίρνει ένα ψαλίδι για να φοβίσει τον Μενεγκίν, ο Κιτσάνοβιτς και ο Σλάβνιτς να καταφεύγουν πάνω στα τραπέζια των δημοσιογράφων για να σωθούν, αλλά εκεί να τους χτυπούν οι Ιταλοί συνάδελφοι με τα καπάκια από τις γραφομηχανές! Κόλαση…
Και ποιος τα προκάλεσε όλα αυτά; Μα , εκείνος ο πιτσιρικάς με το φουντωτό μαλλί και τη γλώσσα έξω , όταν συγκρούστηκε με τον Τζιλάρντι και στη συνέχεια λειτούργησε σαν εκπαιδευμένος προβοκάτορας.
«Παιδί να σου τύχει…» σκέφτηκα.
«Πραγματικός γιος της π…». Δεν μπορούσα όμως να το πώ στην τηλεόραση.
Έτσι τον αποκάλεσα «γιο του Διαβόλου».
Τους Γιουγκοσλάβους άλλωστε είναι η αλήθεια πως δεν τους πολυσυμπαθούσα τότε.
Μετά τη Λιμόζ, με τον Ντράζεν «συναντιόμαστε» κάθε χρόνο. Το 1984 στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες , όπου πάλι εναντίον της Ιταλίας έκανε τα δικά του. Το 1985 πρώτα στη Βουδαπέστη στον τελικό Τσιμπόνα – Ζαλγκίρις και μετά στους Πανευρωπαϊκούς της Γερμανίας. Το 1986 ήλθε στην Αθήνα όπου με την Τσιμπόνα ξανακέρδισε το Πρωταθλητριών κόντρα στη Ρεάλ και μετά για το Παγκόσμιο στην Ισπανία.
Άλλο κακό εκεί πέρα. Γιατί το όνομά του είχε αναμιχθεί (όπως και του αδελφού του Αλεξάνταρ) σε μια περίεργη ιστορία με κάποια νεαρή Γερμανίδα και ο κόσμος ήθελε να τον φάει. Ίσως γι αυτό η Γιουγκοσλαβία έχασε στον αξέχαστο εκείνο ημιτελικό από τους Σοβιετικούς, που ουσιαστικά έπαιζαν εντός έδρας.
Όταν το ’87 ήλθε στην Αθήνα πέρασε επίσης δύσκολες μέρες. Όχι μόνο γιατί η φήμηη που τον συνόδευε δεν ήταν καλή , αλλά και γιατί βρέθηκε δύο φορές στο δρόμο της Εθνικής μας και μετά τη δεύτερη ήττα στον ημιτελικό , έκανε (μαζί με τον αδελφό του) κάποιες δηλώσεις που αγρίεψαν τον κόσμο.
Το 1988 κέρδισε στη Σεούλ το αργυρό μετάλλιο της Ολυμπιάδας, και την άνοιξη του ’89 ήρθε στην Αθήνα να μαγέψει τον κόσμο σ’εκείνον τον αξέχαστο τελικό με την Καζέρτα, όπου σαν παίκτης της Ρεάλ πέτυχε 62 πόντους και πήρε το τρόπαιο.
Το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου εκδικήθηκε δύο φορές την Εθνική μας για τις ήττες του ’87 και κέρδισε τ ους Πανευρωπαικούς στο Ζάγκρεμπ. Ήταν πολύ μεγάλος πια για να μείνει στην Ευρώπη. Πέρασε έτσι τον Ατλαντικό και πήγε στο Πόρτλαντ. Τον αναγνώριζα αλλά δεν τον συμπαθούσα. «Δε θα βρεθεί ρε μπαγάσα –σκεφτόμουν- κανένα αραπάκι να σου κόψει τη γλώσσα…».
Τα αραπάκια όμως κάθισαν προσοχή μπροστά του όταν το επόμενο καλοκαίρι κέρδισε τον Παγκόσμιο τίτλο. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα από την τηλεόραση , όπως και το 1991 στη Ρώμη για τελευταία φορά με τη μεγάλη Γιουγκοσλαβία. Τον ξαναείδα από κοντά πέρυσι στη Μούρθια , στο Προολυμπιακό , ως παίκτη της Κροατίας και δεν τον γνώρισα. Είχε κόψει κοντά τα μαλλιά και είχε βάλει τόση μυϊκή δύναμη στο κορμί του που φαινόταν σαν χτισμένος. «Ιδού τα αποτελέσματα του ΝΒΑ» είπα στους άλλους. Είχε αλλάξει όμως και το παιχνίδι του. Καλύτερη άμυνα, λιγότερη επίδειξη, περισσότερη ουσία, και σχεδόν ανύπαρκτη προκλητικότητα.
Ένας άλλος Ντράζεν. Σχεδόν τέλειος σε όλα. Τότε ήταν που ξέχασα τον «γιο του διαβόλου» και δέχθηκα τον «Μότσαρτ του μπάσκετ» .Στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης τον θαύμασα λίγο λιγότερο από τα παιδιά της Dream Team. Ουσιαστικά όμως ήταν ήδη ένας από αυτούς. Και το απέδειξε φέτος με την εκπληκτική του χρονιά στο ΝΒΑ που είχε σαν αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί στην 3η καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος.
Έμαθα τον θάνατό του Τρίτη πρωί στο κρεβάτι, από το τηλεφώνημα μιας φίλης μου. «Λένε ότι σκοτώθηκε ο Πέτροβιτς. Είναι αλήθεια;» μου είπε. Ναι, τελικώς ήταν αλήθεια. Ο Ντράζεν που μισήσαμε, αλλά και θαυμάσαμε, έφυγε τόσο νωρίς.
Σε τροχαίο , όπως παλαιότερα ο Κόρατς και πρόσφατα ο Μαρτίν και ο Γκομπόροφ.
Μπορεί να μην τον πολυσυμπάθησα , αλλά ήταν πραγματικά μεγάλος. Μάλλον ο μεγαλύτερος που έβγαλε το ευρωπαϊκό μπάσκετ μετά τον Σαμπόνις.
5 σχόλια:
Το άρθρο του δεν μου πολυάρεσε (ίσως γιατί θεωρεί κορυφαίο τον Σαμπόνις...) αλλά και μόνο το γεγονός πως ο Συρίγος είναι ο νονός του "Γιου του Διαβόλου" αξίζει να δημοσιευτεί
Λάθος του Συρίγου: δεν είχε παίξει στο Eurobasket 1991.
egw pali dn xwneuw ton syrigo alla an xekinas na theseis tous koryfaious eyrwpaious xekinas apo valtikoi pleura prwta me ton arvydas :p
VALTIKH*
Κ. Συρίγο, ήταν όντως μέσα στους δύο-τρείς καλύτερους της Ευρώπης, αλλά εκεί ανάμεσα μπαίνει και ένας δικός μας- μην το ξεχνάς- γιατί μόνο αυτός θα μορούσε να δώσει ένα Πανευρωπαίκό μόνος του στην άσημη Ελλάδα, ενώ δεν θα μπορούσε να το δώσει (μόνος του), ούτε ο Ντράζεν, ούτε ο Σαμπόνις...
Δημοσίευση σχολίου