Ένα ραντεβού που ποτέ δεν θα γίνει
το παρακάτω άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Τρίποντο στις 15 Ιουνίου 1993 (τεύχος 240) από τον δημοσιογράφο Βασίλη Σκουντή.
Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά του , στα 1982. Τότε, που ακόμα το μπάσκετ δεν είχε γίνει το εθνικό μας άθλημα, τότε, που βρισκόταν στη σκιά του ποδοσφαίρου, τότε , που εμείς οι νεοσσοί – ρεπόρτερ της γενιάς των ‘80s θριαμβολογούσαμε κάθε φορά , που η χάρη μας ξεπερνούσε το δίστηλο της εφημερίδας.
Ήταν καλοκαίρι του 1982 όταν έγινε στην Πάτρα το βαλκανικό πρωτάθλημα εφήβων και λίγο αργότερα στο Τελ Αβίβ η προκριματική φάση του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Εμείς είχαμε τότε τον Φασούλα , τον Καλαμπάκο, τον Στασινό, τον Σερέτη , τον Λινάρδο, και οι Γιουγκοσλάβοι- αντίπαλοι μας και στις δύο διοργανώσεις- παρουσίασαν τον Ντράζεν…
Είχαμε ακούσει για τον Ντράζεν δύο μήνες πριν, μαθαίνοντας ότι ένα παιδάκι 19 χρόνων οδηγούσε τη Σιμπένκα στον τελικό του Κυπέλλου Κόρατς. Τίποτα παραπάνω. Οι ανταποκρίσεις από την Πάτρα και το Τελ Αβίβ ήταν του … μονόστηλου αλλά θυμάμαι δύο συνεντεύξεις του προπονητή Θανάση Παπαδημητρίου και του διαιτητή Αργύρη Πλαταμώνα , στον πρόγονο του «ΤΡΙΠΟΝΤΟΥ» , το περιοδικό «Μπασκετόραμα», που δουλεύαμε τότε με τον Γιάννη τον Φιλέρη. Κι οι δύο μιλούσαν για τον μικρό ήρωα του Γιουγκοσλαβικού μπάσκετ…
Πέρασαν οι μήνες και φτάσαμε στον Μάιο του 1983. Ήμουν απεσταλμένος του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΤΥΠΟΥ» στη Λιμόζ και τη Νάντ για το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ανδρών. Η πρώτη μεγάλη αποστολή της καριέρας μου και η πρώτη δική του συμμετοχή σε σπουδαία διοργάνωση ανδρών. Ο Ντράζεν ήταν 19 χρόνων και εγώ 20. Η Γιουγκοσλαβία βγήκε έβδομη σ’εκείνο το Ευρωμπάσκετ και θυμάμαι τον Γιόσιπ Τζέρτζια να βγάζει με το αριστοκρατικό στυλ του ένα «Ντάνχιλ» από το πακέτο του , όταν τον ρώτησα τί έπαθε η ομάδα του, να σκέφτεται λίγο και να απαντά κοφτά.
«Είμαστε μια χαμένη γενιά, με παίκτες που χόρτασαν τίτλους και βρίσκονται στη δύση τους. Ευτυχώς έχουμε αυτό το παιδάκι που θα μας οδηγήσει στην κορυφή για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια…». Το παιδάκι αυτό ήταν ο Ντράζεν που μόλις έβγαινε απ τα αποδυτήρια , κρατώντας τον σάκο του. Τον πλησίασα , του ‘δωσα το χέρι μου και μιλήσαμε , στα όρθια για λίγο. Δεν έχει σημασία τι είπαμε… Στη Νάντ όπου έγινε η τελική φάση , εγώ ένας ξεψαρωμένος ρούκι ήθελα να κάνω πλάκα στον Συρίγο. Κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο – στην παρθενική μου αποστολή με είχε υπό την προστασία του- και επειδή δεν χώνευε τους Γιουγκοσλάβους τον προκάλεσα : «Από εδώ και πέρα όποτε παίζει αυτός θα βάζουμε στοίχημα και θα δούμε αν κερδίσεις ποτέ» . Τι μου απάντησε ο Συρίγος; «Μ’αυτόν τον γιο του Διαβόλου μου φαίνεται πως θα χάσω πολλά λεφτά…».
Από τότε με τον Συρίγο βάλαμε πολλά στοιχήματα. Πότε κέρδιζε αυτός , πότε εγώ κι οι δυό όμως απολαμβάναμε τον Πέτροβιτς να ανεβαίνει σκαλί σκαλί προς την κορυφή και να θριαμβεύει. Ο Ντράζεν ήταν ένας πολύ σοβαρός λόγος για να λατρέψω το γιουγκοσλάβικο μπάσκετ και να κάνω θεό μου τον ίδιο. Μη νομίζετε πως οι δημοσιογράφοι δεν έχουν τα δικά τους είδωλα, πως επειδή πρέπει να είναι αντικειμενικοί, οφείλουν να βλέπουν όλους τους παίκτες με το ίδιο μάτι. Κι αν αυτό επιβάλει η δεοντολογία , ε, όπως έλεγε και ο Μπιθικώτσης, ο,τι απαγορεύεται είναι και πιο γλυκό…
Από εκείνο το Μάιο του 1982 συναντηθήκαμε πολλές φορές. Άλλες φορές ήταν ο Συρίγος άλλες όχι. Άλλες φορές υπήρχε στοίχημα και άλλες όχι. Υπήρχε όμως πάντα η δική του ψύχωση με το μπάσκετ και η δική μου με αυτόν. Τέτοια ψύχωση που θυμάμαι πως μια βάρβαρη ώρα , τον Σεπτέμβριο του 1988 τηλεφώνησα στο σπίτι του Φιλέρη πριν καλά-καλά ξημερώσει για να του κάνω πλάκα επειδή ο δικός μου ήρωας ο Ντράζεν είχε νικήσει τον δικό του , τον Σαμπόνις. Κι όμως τότε στη Σεούλ ο Ντράζεν είχε χάσει τον μοναδικό τίτλο που έλειπε από τη συλλογή του, το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο.
Η ζωή μου συνεχιζόταν με τον Ντράζεν. Στο δωμάτιό μου έχω πάντα μια αφίσα του και κάθε φορά σε κάθε διοργάνωση το να κάνω μια συνέντευξη μαζί του ήταν τόσο φυσικό , όσο το να πληρώσω φεύγοντας τον λογαριασμό του ξενοδοχείου. Κι ο ίδιος το ήξερε και με περίμενε. Θυμάμαι μάλιστα ότι τον Αύγουστο του 1990 μιλούσαμε κανένα τέταρτο έξω απ το ασανσέρ στο «Σέρατον» και μάλιστα ήμουν ανυπόμονος να μάθω από πρώτο χέρι τις εντυπώσεις του από το ΝΒΑ.
Την πρώτη Ιουνίου , πριν από δύο εβδομάδες έκανα μια τρέλα. Πήρα το αεροπλάνο και πήγα στο Βρότσλαβ απεσταλμένος των «ΝΕΩΝ» για να του πάρω συνέντευξη, ύστερα από όλο το θόρυβο για την πιθανή ένταξή του στον Παναθηναϊκό. Του είχα τηλεφωνήσει στη Τενερίφη , όταν η Κροατία έπαιζε σε τουρνουά, κλείσαμε ραντεβού και την Τρίτη το βράδυ με περίμενε στη ρεσεψιόν. Πήγα μόνο γι αυτό ,δεν είδα ούτε έναν αγώνα, ούτε τον ίδιο να παίζει .
Το τι είπαμε στη συνέντευξη το διαβάσατε την προηγούμενη Τρίτη. Ήταν τη μέρα που τσιμπούσε ο ένας τον άλλο για να δούμε αν είμαστε ξύπνιοι ή βλέπουμε εφιάλτη. Ήταν τη μέρα που ο Νάσος Γαλακτερός έβλεπε στο «Τζονς» το εξώφυλλο του «ΤΡΙΠΟΝΤΟΥ» και δεν πίστευε ότι ο Ντράζεν ήταν νεκρός…
Εκεί στο μικρό μπάρ του ξενοδοχείου «Πολόνια» μιλήσαμε για δύο ώρες κι όταν τελειώσαμε την κουβέντα τού είπα τη μία από τις πέντε – έξι γιουγκοσλαβικές λέξεις που έμαθα. «Βιντιμόσε Ντράζεν» (εις το επανιδείν). – Οκέι « TAKE CARE AND SEE YOU IN GERMANY» μου απάντησε κρατώντας στο χέρι του ένα δώρο που του έδωσα , την προτομή του Ερμή, αγορασμένο χαράματα στο Ανατολικό αεροδρόμιο.
Χωρίσαμε. Αυτός πήγε στο δωμάτιό του και εγώ στο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν
καθόταν μόνος του ο Γιόζιπ Τζέρτζια. Το ύφος του μαρτυρούσε πως ταξίδευε στο
Ζαντάρ που ακόμα βομβαρδίζεται. Με είδε , του είπα ότι φεύγω την επόμενη μέρα και με
ρώτησε απορημένος. «Μα καλά έκανες ολόκληρο ταξίδι μόνο για τον Ντράζεν; Του
έγνεψα καταφατικά και έφυγα. Μια εβδομάδα αργότερα όταν στις 8 το πρωί άκουσα πως
ο Ντράζεν είχε σκοτωθεί, συνειδητοποίησα πως η μοίρα μου έδωσε ένα θλιβερό
προνόμιο. Ήμουν αυτός που πήρε την τελευταία συνέντευξη από τον Ντράζεν και
ξάφνου συνειδητοποίησα την ειρωνεία της τύχης. Όπως το 1983 έτσι και δέκα χρόνια
, στην αρχή και το τέλος της γνωριμίας μας , είμαστε ίδιοι άνθρωποι με τα ίδια
χαρακτηριστικά. Αυτός με τη σαγήνη του, εγώ με το μπλόκ μου, και ο Τζέρτζια με τα
«Ντάνχιλ» του. Μόνο ο Συρίγος έλειπε για να βάζαμε κανένα στοίχημα , αλλά θα το
χάναμε και οι δυό.
Όπου και αν είσαι τώρα Ντράζεν , αν μπορείς να ακούσεις ή να διαβάσεις, να ξέρεις καλά πως δεν πέθανες , γιατί τίποτα δεν πεθαίνει , αν δεν πεθάνει μέσα μας. Σ’ ευχαριστώ πολύ αλλά σου κρατώ ‘κακία’ γιατί δεν τήρησες την υπόσχεσή σου. Μου ‘πες να προσέχω και θα τα πούμε στη Γερμανία , αλλά θα είναι η πρώτη φορά που θα με στήσεις σε ραντεβού για συνέντευξη…
Αχ βρε Ντράζεν…
5 σχόλια:
Τον διαβάζω χρόνια τον Σκουντή. ΣΙΓΟΥΡΑ ένα απο τα top 5 άρθρα του.
παρα πολυ ωραιο αρθρο ειδικα η τελευταια παραγραφος συγκινητικη !
αχ βρε Ντραζεν...
Διαβάζοντας το αφιέρωμα, και ειδικά το άρθρο του -μάλλον- αγαπημένου μου δημοσιογράφου, πραγματικά στεναχωριέμαι που δε πρόλαβα να δω τον Drazen να παίζει.
Όταν διάβαζα το άρθρο αυτό του Σκουντή στις 15-6-1993, δάκρυα κυλούσαν στα μάτια μου. Συγκινητικό και συγκλονιστικό το άρθρο. Τεράστια απώλεια ο θάνατος του Ντράζεν. Συγχαρητήρια, Drazen, για το ανέβασμα του άρθρου και για την (συνολικά) καταπληκτική προσπάθεια που καταβάλλεις. Εύγε!!
@dimitris Sparti
σε ευχαριστούμε και καλώς ήρθες στην παρέα μας (δεν θυμάμαι να έχεις ξανασχολιάσει). Ο Στράτος , εγώ (και σαν guest stars ορισμένοι παιδικοί φίλοι) προσπαθούμε για το καλύτερο και μας αρέσει που ... σας αρέσει!
Υ.Γ. Απ' την πόλη σου πέρασα ως φαντάρος και - λόγω στρατού - δεν έχω και τις καλύτερες αναμνήσεις...
Δημοσίευση σχολίου