RSS

Τα διαμάντια της συνέπειας....

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου να ασχολείται με το μπάσκετ, κάθε καλοκαίρι διάβαζα μετά μανίας τα ρεπορτάζ και τα άρθρα σχετικά με τους καινούριους παίχτες -για όλες τις ομάδες όχι μόνο τις λεγόμενες μεγάλες- που κατέφθαναν στο ελληνικό πρωτάθλημα, το κάποτε ονομαζόμενο καλύτερο της Ευρώπης. Εντυπωσιακά βιογραφικά, βαρύγδουπες δηλώσεις, πηχαίοι τίτλοι στις εφημερίδες ήταν συνήθως το καλοσώρισμα. Καραβιές παιχτών να καταφθάνουν στην Ελλάδα -ξένων και κοινοτικών- για να ενισχύσουν τις ομάδες τους χωρίς τις περισσότερες φορές οι "ειδικοί" και οι μάνατζερ να γνωρίζουν παρά ελάχιστα από το παρελθόν τους ή τις ικανότητές του. Αρμαθιές παιχτών από το δεύτερο ή και τρίτο ράφι μας παρουσιάστηκαν ως ποιοτικές επιλογές που θα έκαναν τη διαφορά, καταλήγοντας στο τέλος να απογοητεύουν φεύγοντας μεσούσης της περιόδου, έχοντας πληρωθεί ένα σκασμό λεφτά και παίζοντας συνήθως στη θέση νεαρών Ελλήνων παιχτών. Ευτυχώς όμως υπήρξαν και εξαιρέσεις, και μάλιστα φωτεινές, παιχτών η παρουσία των οποίων όχι απλά βοήθησε τις ομάδες τους, αλλά μέσω της αγωνιστικής και εξω-αγωνιστικής τους συμπεριφοράς συνέβαλε στην ποιοτική αναβάθμιση του πρωταθλήματός μας. Με δύο τέτοιες περιπτώσεις παιχτών θα ασχοληθώ σήμερα με πολλά κοινά σημεία στην πορεία τους.

Ο μεν πρώτος ήταν ο προπομπός του Μπατίστ!! Αμερικανός που ήρθε στα μέρη μας χωρίς να είναι ευρέως γνωστός στο πολύ κοινό, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της πολύ αξιόλογης καριέρας του το είχε περάσει σε διάφορες ομάδες της Ισπανίας (Τζιρόνα-Μπαρτσελόνα-Μπανταλόνα-Κάχα) μέχρι τα σχεδόν 34 του χρόνια όταν και ήρθε στα λημέρια μας. Ντάρυλ Μίντλετον. Στο άκουσμά του μόνο οι πολλοί μυημένοι στο ευρωπαϊκό μπάσκετ κατάλαβαν το λαβράκι που ψάρεψε ο Παναθηναϊκός έστω και σε αυτή τη μάλλον προχωρημένη ηλικία. Οι περισσότεροι αναρωτήθηκαν πώς γίνεται ο Ζέλικο να εμπιστεύεται σε έναν ύψους 2,03 power-forward, με αρκετά χρονάκια στην πλάτη του τη φύλαξη της ρακέτας του σε άμυνα και σε επίθεση. Πέντε ολόκληρα χρόνια μετά όλοι αναγνώρισαν ότι η επιλογή του γέρο-Ντάρυλ ήταν ίσως μια από τις καλύτερες που είχε κάνει το προπονητικό επιτελείο των πρασίνων, καθώς ο συμπαθής Αμερικανός έγινε συνώνυμο της σκληρής δουλειάς, της αποτελεσματικότητας, της αφοσίωσης στο σύστημα της ομάδος, δέθηκε με την ομάδα και τους ανθρώπους όσο λίγοι, ενώ αποτέλεσε έναν από τους πρωταγωνιστές της ομάδος του τα 5 χρόνια που έμεινε σε αυτή. Τη δωδεκαετία του Ζοτς στον ΠΑΟ γνωρίζετε πολλούς παίχτες- και ιδίως Αμερικανούς- που κέρδισαν με το σπαθί τους και την αξία τους την προτίμηση του δύσκολου Σέρβου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα?

Από την άλλη ο Μίντλετον δεν ήταν κάποιος τυχαίος παίχτης όταν ήρθε στους πράσινους. Αν θυμάμαι καλά είχε ήδη αναδειχτεί 2 ή 3 φορές ως MVP της ισπανικής λίγκα και είχε ανακυρηχθεί δις πρωταθλητής Ισπανίας με την Μπαρτσελόνα. Το δέσιμό του με τη χώρα των Ιβήρων ήταν τόσο έντονο, ώστε έκανε αίτηση και πήρε και την Ισπανική υπηκόοτητα, ενώ μέχρι και σήμερα, κοντά 44 (!!!) ετών, εκεί έχει επιστρέψει και παίζει μπάσκετ. Με άλλα λόγια ο ΠΑΟ απόκτησε έναν παίχτη που ήταν πρωταγωνιστής, έπαιζε σε μεγάλη ομάδα και είχε ήδη πλούσιες παραστάσεις από ένα κορυφαίο πρωταθλημα. Ε και? Πόσοι και πόσοι τέτοιοι ήρθαν αυτά τα χρόνια και δεν πέτυχαν? Πόσους από αυτούς μνημονεύουμε μέχρι και σήμερα? Η παρουσία του εν λόγω καθόλη τη διάρκεια των 5 ετών που έπαιξε στους πράσινους ήταν αγωνιστικά άψογη. Πολύ καλός στην προσωπική άμυνα, μπορούσε και μάρκαρε ψηλότερους αντιπάλους, εξαιρετικός στο να στήνει σωστά τα σκριν (κατά τον Αλβέρτη κορυφαίος όλα αυτά τα χρόνια), αξιόπιστος ριμπάουντερ και σε άμυνα και επίθεση, έπαιζε πάντα με πολλή ένταση και δύναμη σε κάθε φάση. Εξαιρετικη φυσική κατάσταση που του επέτρεπε να παίζει αρκετά λεπτά σε κάθε αγώνα, να κινείται συνέχεια για να στήνει σκριν κοντά ή μακριά από τη μπάλα καθώς και να ακολουθεί πάντα σαν τραίηλερ τον αιφνιδιασμό. Δεν νομίζω καν να έλειψε σε 2-3 συνεχόμενους αγώνες όλα αυτά τα χρόνια λόγω τραυματισμού. Θυμάμαι δήλωση του Ράτζα όταν έπαιξαν αντίπαλοι σε ένα ντέρμπι αιωνίων όταν χαρακτηριστικά είπε "παίζοντας αντίπαλος με τον Μίντλετον είναι σαν να πέφτεις πάνω σε ένα κομμάτι σίδερο". Δεν είχε άδικο, καθώς όλα αυτά τα χρόνια ψηλότεροι, δυνατότεροι και βαρύτεροι σέντερ δεινοπάθησαν ανάμεσα στα χέρια τανάλιες και το σκληρό-γυμνασμένο κορμί του Μίντλετον που ήξερε πάντα να χρησιμοποιεί τη δύναμη του για να κερδίζει το ελάχιστο πλεονέκτημα. Για του λόγου το αληθές δείτε πάλι τον επικό τελικό με την Κίντερ το 2002 όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει τον τεράστιο σε όγκο και μυϊκή μάζα Ρασάντ Γκριφιθ.

Αυτό ήταν και το μεγαλύτερό του προσόν νομίζω. Ο Ζέλικο σε ένα σεμινάριο προπονητικής τον χρησιμοποίησε ως το ιδανικό παράδειγμα του παίχτη ο οποίος ξέρει πώς να εκμεταλλεύεται κάθε εκατοστό της ρακέτας. Σε περίπτωση που ο αντίπαλος αμυντικός προσπαθούσε να βγει μπροστά από τον Αμερικανό ή να καλύψει τον παίχτη που έβγαινε από το σκριν, ο Μίντλετον αμέσως αποκτούσε το ζωτικό χώρο της ρακέτας, σχεδόν βίδωνε τα πόδια του στο έδαφος και ζητούσε τη μπάλα για να σκοράρει. Κάτι που έκανε με μεγάλη συνέπεια και σταθερότητα παίζοντας πάντα με πλάτη προτού γυρίσει με ένα turn-around jump shoot και σκοράρει πάνω από τα απλωμένα χέρια του αντιπάλου. Προτού εκτελέσει, έφερνε πάντα το κορμί του σε επαφή με τον αντίπαλο για να αντιληφθεί το χώρο που είχε να χρησιμοποιήσει και μετά με αστραπιαία κίνηση εκτελούσε. Ούτε καρφώματα, spin moves, alley-hoops ή άλλες τέτοιες εντυπωσιακές κινήσεις. Σταθερή, αξιόπιστη, επαναλαμβανόμενη εκτέλεση προσέφερε σχεδόν πάντα μια λύση στο low-post όταν τα τρίποντα των Λάκοβιτς-Αλβέρτη στέρευαν. Νομίζω ότι και τα 5 χρόνια οι μέσοι όροι του άγγιζαν διψήφιο νούμερο ή έστω ήταν εκεί κοντά και αυτό από μόνο του δείχνει την αποτελεσματικότητά του. Εξωαγωνιστικά δεν δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα, δεν ακούστηκε καν η φωνή του σε συνεντεύξεις τύπου, όλοι οι συμπαίχτες του και οι προπονητές του είχαν να λένε τα καλύτερα για τον οικογενειάρχη Ντάρυλ, που ήταν κατεξοχήν παίχτης ομάδος που ακολουθούσε τις οδηγίες του προπονητή του, δούλευε μέχρι εξαντλήσεως σε κάθε προπόνηση και αγώνα και...εκτελούσε τις βολές με ένα μικρό jump-shoot παραπέμποντας στον Γκάλη!! Κατάφερε και γεύτηκε το νέκταρ της κατάκτησης ενός ευρωπαϊκού πρωταθλήματος μαζί με πλείστους όσους ελληνικούς τίτλους, όντας σχεόν πάντα βασικός και στην αρχή των παιχνιδιών αλλά και στο τέλος. Κάθε καλοκαίρι η παρουσία του στην καλοκαιρινή προετοιμασία για την επόμενη χρονιά ήταν σχεδόν καλύτερη από την προηγούμενη!! Ο Μπατίστ πριν τον Μπατίστ.

Ο έτερος Καππαδόκης με τα πολλά κοινά σημεία φόρεσε τη φανέλα των πρασίνων αλλά επιπλέον διέβη και τον μπασκετικό Ρουβίκωνα, που λέει ο Σκουντής, καθώς έπαιξε και για τον ΟΣΦΠ και όχι μόνο στον ΠΑΟ. Ο τωρινός σχολιαστής της τηλεόρασης της Ευρωλίγκα, Τζόνι Ρότζερς. Πιο κοσμογυρισμένος από τον προηγούμενο έπαιξε και σε Ισπανία και σε Ιταλία αρκετά χρόνια προτού έρθει στα μέρη μας για λογαριασμό των ερυθρόλευκων προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Αν δεν κάνω λάθος ήταν επιλογή του Ντούσαν Ίβκοβιτς, την οποία αργότερα μιμήθηκε ο αδελφοποιητός του Ζέλικο στους πράσινους. Είτε με την κόκκινη είτε με την πράσινη φανέλα ο κοκκινοτρίχης Τζόνι αποτέλεσε έναν από τους πιο αξιόπιστους κοινοτικούς που έπαιξαν μπάσκετ στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια τιμώντας μέχρι τελευταίου ευρώ ή δολλαρίου τα χρήματά του. Σοβαρός και απόλυτος επαγγελματίας δεν έδωσε ποτέ λαβή για σχόλια εκτός παρκέ, ενώ η φυσική του ευγένεια προς συμπαίχτες, προπονητές και δημοσιογράφους εξαργυρώθηκε με την τωρινή του θέση ως σχολιαστή. Στο γήπεδο όμως ο Τζόνι ήταν αληθινός "δολοφόνος" χωρίς να υπολογίζει τίποτα. Εντελώς διαφορετικού τύπου παίχτης από τον σχεδόν συνομήλικο Μίντλετον, ο Ρότζερς έπαιζε με έναν πιο "δαντελένιο" τρόπο. Σούταρε και τα έβαζε σχεδόν όλα από παντού.

Τώρα που το σκέφτομαι, ο τρόπος παιχνιδιού του Τζόνι βοήθησε τρόπον τινά σε μεγάλο βαθμό να εξελιχθεί ο τρόπος που βλέπαμε και αντιμετωπίζαμε το μπάσκετ από τη θέση "4" εκείνα τα χρόνια και νομίζω όχι μόνο εμάς, αλλά ακόμα και τους προπονητές τους. Μέχρι τότε το μακρινό σουτ από τον δεύτερο ψηλό -στοιχείο πλέον αδιαπραγμάτευτο στις μέρες μας- ήταν κάτι που ούτε καν αναζητείτο ή θεωρείτο έστω σημαντικό ανάμεσα στα προσόντα για τη θέση αυτή. Το εξαιρετικής ακρίβειας και ευστοχίας μακρινό σουτ του Τζόνι επηρέασε και θα έλεγα σίγουρα άλλαξε την θέαση αυτή, καθώς η μείωση του χρόνου της επίθεσης στα 24 έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη για καλύτερη κυκλοφορία της μπάλας με σκοπό όχι απαραίτητα το παιχνίδι με πλάτη ("σπρώχνω-σπρώχνω-σπρώχνω") αλλά ένα ελεύθερο μακρινό σουτ από μέση και μακρινή απόσταση. Τα σουτ του Ρότζερς από τις γωνίες ή την κορυφή έδιναν τη δυνατότητα στους συμπαίχτες του για διεισδύσεις σε μια άδεια ρακέτα ή στο 5άρι να παίξει 1 vs 1 χωρίς καμία βοήθεια, καθώς σε οποιαδήποτε ντουμπλάρισμα γινόταν η ελεύθερη πάσα στον ακροβολισμένο Ρότζερς σήμαινε σχεδόν αυτόματα 2 ή 3 πόντους. Ο Ομπράντοβιτς σχεδόν παρακαλούσε να γίνει ένα double-team στον Μπόντι ή στον Ρέμπρατσα από τους αντιπάλους τους, καθώς αυτό θα επέτρεπε, μέσω της γρήγορης κυκλοφορίας, να φτάσει η μπάλα στον ξεμαρκάριστο σουτέρ του που μπορεί να έπαιζε στη θέση 4, αλλά σούταρε καλύτερα από shooting guard. Η έννοια της "έξτρα πάσας" που συχνά όλοι αναφέρουν οφείλεται εν πολλοίς και στο γεγονός ότι πλέον τα σύγχρονα 4άρια μπορούν με ευκολία και άνεση να σουτάρουν έως και τρίποντα με την ίδια ευκολία που το κάνουν οι περιφερειακοί, για να μη πω καλύτερα. Αυτό πρακτικά άνοιξε τις αποστάσεις στην επίθεση, δημιούργησε περισσότερο χώρο, αναβάθμισε την γρήγορη και καλή κυκλοφορία και έκανε το παιχνίδι πιο γρήγορο και θεματικό.

Για σκεφτείτε το. Όλοι οι μετέπειτα power-forwards σουτέρ (Φώτσης-Σμόντις τα κυριότερα παραδείγματα) δεν ήταν εξελιγμένα μοντέλα του αρχικού προτύπου που φέρνει το όνομα Τζόνι Ρότζερς? Υπερβολικό μπορεί να πει κάποιος, αλλά ίσως όχι τόσο μακρινό από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι η μόνιμη εικόνα που έχω από τον εξίσου συμπαθή Αμερικανό είναι αυτή ενός δουλευταρά μέσα στο γήπεδο, σοβαρού και μετρημένου, που ήξερε ανά πάσα ώρα και στιγμή τι έπρεπε να κάνει και πώς να βοηθήσει τους συμπαίχτες του. Παρόλο που το "ξυλίκι" μέσα στη ρακέτα δεν ήταν το φόρτε του, εντούτοις πάντα έβαζε το κορμί του στις μάχες, πάντα προσπαθούσε να σπρώξει τους αντιπάλους και να κάνει καλά block-outs, ενώ και τις λίγες φορές που έπαιρνε τη μπάλα κοντά στο καλάθι, τελείωνε τη φάση με κάρφωμα. Ο τρόπος που σούταρε είναι σχεδόν μνημειώδης με τους δύο αγκώνες σε έκταση και μια ενδιάμεση όχι απόλυτα ξεκάθαρη κίνηση προτού σηκώσει τη μπάλα στο ύψος του μετώπου του και το μπουμπουνίσει. Αγαπημένες θέσεις του οι γωνίες όπου και περίμενε συνήθως την πάσα από τον "διεισδούντα" κοντό ή ερχόμενος σαν τραίηλερ για ένα ελεύθερο σουτ από την κορυφή προτού η άμυνα βρει αμυντική ισορροπία. Το πιο σημαντικό ήταν ότι ως έμπειρος και έξυπνος παίχτης γνώριζε τα δυνατά του σημεία και προσπαθούσε να τα εκμεταλλευτεί με τρόπο που θα ήταν πολύτιμος για την ομάδα του και εξυπηρετούσε τα σχέδια του προπονητή του, καθώς δε μπορώ να θυμηθώ να αναλώνεται σε περιττές ενέργειες ή να δοκιμάζει πράγματα που δεν ήταν στο ρεπορτόριό του. Πολύ "οικονομικός" παίχτης ως προς τη συμμετοχή του, μπορούσε με λίγα και καλά σουτ να πληγώσει την αντίπαλη άμυνα καθώς πέραν του σκορ την εμπόδιζε να βρει αμυντική ισορροπία με τον σχεδόν περιφεριακό τρόπο που κινείτο.  Παίχτης πραγματικά υψηλού επιπέδου τίμησε με την παρουσία του τις φανέλες και των δύο ομάδων που φόρεσε για αυτό και νομίζω ότι είναι πια κοινά αποδεκτός και από τους δύο.

Λείπουν τέτοιοι παίχτες και αγωνιστικά αλλά και ως χαρακτήρες..



  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν υπήρχε πιστεύω καλύτερη περίπτωση αντισταρ παικτών που να μην ήταν τα μεγάλα ονόματα αλλα να ήταν υπερπολύτιμοι σε όσες ομάδες αγωνίστηκαν. Παίκτης ουσίας και χρήσιμο γρανάζι ο Ρότζερς μαχητής και σκυλί του πολέμου ο Μίντλετον. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι δυο Αμερικανοϊσπανοί έπαιξαν μέχρι αρκετά μεγάλη ηλικία και ο αειθαλής Ντάρυλ συνεχίζει ακόμα.

Θυμάμαι σε αγώνες το 2003-2004 στο κλειστό του Σπορτινγκ όταν ήταν και οι δυο στο παρκε ή στον πάγκο ο Ντάρυλ να έχει από κοντά τον νεοφερμένο Μπατιστ και να του δείνει συμβουλές.

Αργύρης.

Δημοσίευση σχολίου