"Άμα καλομάθει η γριά στα σύκα..." μια από τις θυμοσοφικές ρήσεις που ευρέως κυκλοφορούν και συμπυκνώνουν με έναν μάλλον χιουμοριστικό τρόπο τις αντιδράσεις όλων μας στο άκουσμα των δύο νέων προπονητών των αιωνίων (Σημ. Ο Μπαρτζώκας τυπικά δεν έχει κλείσει καθώς φημολογούνται επαφές με τον Φλέμινγκ της Μπάμπεργκ). Λογικό και κατανοητό νομίζω, καθώς όταν οι μεν έχουν συνηθίσει για μια δεκαετία και βάλε να βλέπουν στην άκρη του πάγκου τους τον Ζοτς και οι δε γλυκάθηκαν με την απολύτως πετυχημένη παρουσία του "σοφού", τα ονόματα των Μπαρτζώκα και Πεδουλάκη δεν είναι ακριβώς αυτά που είχαν στην κορυφή της λίστας τους για να τους αντικαταστήσουν. Εξ ου και η μάλλον "παγωμένη" υποδοχή που επιφύλαξαν στους δύο Έλληνες προπονητές όχι μόνο οι φίλαθλοι των ομάδων αλλά ακόμα και οι φίλα προσκείμενοι δημοσιογράφοι τονίζοντας προς πάσα κατεύθυνση ότι οι επιλογές αυτές είναι απολύτως ενδεικτικές την νέας οικονομικής πολιτικής -και νοοτροπίας θα προσέθετα- που θα ακολουθηθεί. Με άλλα λόγια, αφού κατευθυνόμεθα σε κάτι πιο φτηνό η παρουσία των Γιώργο-Αργύρη είναι σχεδόν sine qua non. Είναι όμως στα αλήθεια έτσι ή μήπως παρα είμαστε αυστηροί?
Προτού αναφερθώ στους κυρίους αυτούς και την προπονητική τους αξία, θέλω να ψάξουμε μαζί νοερά την Ευρώπη προκειμένου να αναζητήσουμε τις όποιες εναλλακτικές προτάσεις αλλά και να τις αξιολογήσουμε σχετικώς. Για παράδειγμα, ο πολύφερνος γαμπρός Σιμόνε Πιανιτζάνι δεν ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα αναλαμβάνοντας τη Σιένα από τη θέση του βοηθού προπονητή που ήταν πριν προτού πετύχει τα όσα μύρια θαυμαστά με την ομάδα του, έστω και εντός των τειχών? Και αν δεν απατώμαι το ίδιο μοτίβο ακολουθήθηκε και τώρα με την προαγωγή του δικού του βοηθού σε πρώτο προπονητή!! Ο Τούρκος Μαχμούτι, που ακούστηκε και για τους δύο αιωνίους, πέραν από μια καλή έξωθεν μαρτυρία που έχει, με τι τρόπαια διακοσμεί το σαλόνι του σπιτιού του, έχοντας διαχειριστεί και μπάτζετ πολλών εκατομμυρίων? Ακόμα ακόμα και ο Φώτης Κατσικάρης προτού πετύχει με την Μπιλμπάο πέρισυ, στην επιστροφή του στην Ελλάδα με τον Άρη είχε θεωρηθεί αποτυχημένος για αυτό και έφυγε κακήν κακώς, ενώ μετράει μόλις την περσινή χρονιά ως την πρώτη του προπονητικά σε κορυφαίο επίπεδο. Ο καλύτερος, κατά τη γνώμη μου, προπονητής μεταξύ όλων αυτών, Ντούσαν Βουγιόσεβιτς, είναι απόλυτα πετυχημένος διαχειριζόμενος ένα συγκεκριμένο πλάνο και πάντα εντός των τειχών της Σερβίας, ενώ ο Μεσίνα είναι πολύ ακριβός πλέον για τα ελληνικά πορτοφόλια. Επίσης, ονόματα τύπου Γιούρι Ζντοβτς ή Σπάχια νομίζω ότι ίσως θα προκαλούσαν ακόμα περισσότερες αντιδράσεις ή τουλάχιστον πολύ περισσότερες ακόμα ακόμα και από τα ονόματα των Σάρας ή και Μποντιρόγκα!!! Τέλος και οι άμεσοι συνεχιστές του έργου των δύο Σέρβων -Ιτούδης και Αγγέλου/Τόμιτς- έχουν περάσει σχεδόν όλη τους την καριέρα μέχρι τώρα (ο Αγγέλου μια χρονιά αν θυμάμαι στα Τρίκαλα) ως βοηθοί χωρίς ποτέ να έχουν αναλάβει εξ ολοκλήρου την προετοιμασία και την καθοδήγηση μιας ομάδος τέτοιου βεληνεκούς από καλοκαίρι σε καλοκαίρι.
Προς Θεού, δεν προσπαθώ να μειώσω την προπονητική αξία των προαναφερθέντων προπονητών, καθώς ο καθένας εξ αυτών έχει την ιστορία του. Θέλω μόνο να επισημάνω, επικαλούμενος άλλη μια φορά το θυμόσοφο λαό πως "στο τέλος ξυρίζουν γαμπρό", ότι ίσως είναι νωρίς για κρίσεις που μοιάζουν να είναι από υπερβολικές έως άδικες. Εξάλλου, αυτό που όλοι οφείλουμε να έχουμε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας -φαντάζομαι το ίδιο έχουν και ο Αγγελόπουλοι και ο Γιαννακόπουλος- είναι ότι κάθε σύγκριση με τους προκατόχους είναι σχεδόν εξ ορισμού άδικη και άρα δεν προσφέρει κανένα εποικοδομητικό τόνο στην κουβέντα μας. Ο Ρέμος νομίζω το τραγουδάει καλύτερα από όλους στο "Ποιος να συγκριθεί μαζί σου" και νομίζω ότι ταιριάζει γάντι στην περίπτωση των δύο κουμπάρων που αποφάσισαν -άραγε από κοινού- να εγκαταλείψουν ταυτόχρονα τη δεύτερη τους πατρίδα όπως συχνά λένε μετά από χρόνια παίρνοντας μαζί τους και την πρωτοκαθεδρία στη λίστα με τους καλύτερους εν ενεργεία προπονητές της γηραιάς ηπείρου.
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας νομίζω ότι αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση νέου προπονητή, καθώς έχει να επιδείξει μπασκετικά παράσημα κερδισμένα μόνο μέσα από τη σκληρή του δουλειά, το ταλέντο του και το χαρακτήρα του. Ξεκίνησε και αυτός από βοηθός προπονητή του Γιαννάκη στο Μαρούσι, έκανε το αγροτικό του στη Λάρισα με την οποία κατάφερε να φτάσει μέχρι τα play-off εκείνης της χρονιάς για να επιστρέψει ως πρώτος προπονητής στο Μαρούσι. Με άλλα λόγια έχει περάσει και έχει ανέβει από όλα τα σκαλιά της προπονητικής εξέλιξης και δεν έχει βαφτιστεί προπονητής εν μια νυχτί.
Νομίζω ότι οι χρονιές που έκανε με το Μαρούσι ήταν αυτές που ανέδειξαν το προπονητικό του ταλέντο φτάνοντας με την ομάδα των βορείων προαστείων μέχρι τα σαλόνια της Ευρωλίγκα, ενώ ταυτόχρονα η ομάδα του ήταν απόλυτα ανταγωνιστική απέναντι στους δύο αιώνιους αντιπάλους κερδίζοντάς τους συχνά και στην έδρα της. Το highlight αν θυμάμαι καλά με το Μαρούσι στην Ευρώπη ήταν ένα εντός έδρας παιχνίδι με την πανίσχυρη ΤΣΣΚΑ, από την οποία έχασε με ένα buzzer-beater στο τέλος. Το Μαρούσι είχε όλα τα χαρακτηριστικά των ομάδων του συμπαθούς Γιώργου και τα οποία δε διαφέρουν σε τόσο μεγάλο βαθμό από αυτά που επίσης εμφανίζονταν στο παιχνίδι του ΟΣΦΠ για παράδειγμα. Προσήλωση στην άμυνα, παραλλαγές είτε με μαν του μαν είτε με διάφορες ζώνες, συγκεκριμένοι ρόλοι στην επίθεση με καταμερισμό των επιθετικών πρωτοβουλιών, προσπάθεια για γρήγορο transition παιχνίδι που συνήθως τελείωνε με τους ψηλούς να ακολουθούν ως trailer. Το πιο σημαντικό από όλα όμως είναι ότι δε θυμάμαι ποτέ την ομάδα του να πιάνεται εξ απίνης, να αιφνιδιάζεται ή να παραδίδεται αμαχητί, παρόλο το σαφώς κατώτερο ποιοτικά ρόστερ της.
Προπονητής που πιστεύει στην σκληρή δουλειά και που οι ομάδες του βελτιώνονται κατά τη διάρκεια της χρονιάς, καθώς πρόκειται για άνθρωπο που ψάχνεται, διαβάζει, ενημερώνεται και προσπαθεί να εφαρμόσει τις ιδέες του στις ομάδες του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τυγχάνει του σεβασμού των συναδέλφων του καθώς έχει ήδη ανακυηρηχτεί ως ο καλύτερος έλληνας προπονητής της χρονιάς, τίτλος που νομίζω ότι θα κερδίσει και φέτος, καθώς κατάφερε να φέρει τον Πανιώνιο στην τρίτη θέση του πρωταθλήματος κερδίζοντας σε 5 αγώνες με μειονέκτημα έδρας τον Κολοσσό. Έχει σχεδόν πάντα καλές επιλογές σε ξένους παίχτες, ενώ του αρέσει να δουλεύει ιδιαιτέρως με Έλληνες και δη νέους παίχτες έχοντας συμβάλλει στην ανάδειξη του Καϊμακόγλου στο Μαρούσι καθώς και των Γιάνκοβιτς-Καββαδά στον Πανιώνιο. Αυστηρός και απαιτητικός με τους παίχτες του, οργανωμένος και μεθοδικός ως προς την προετοιμασία των ομάδων του, ψύχραιμος στο κοουτσάρισμά του κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, νομίζω ότι δικαίως του δίνεται –αν ευδοθεί τελικά- η ευκαιρία να κατευθύνει μια ομάδα αυτού του βεληνεκούς.
Ο Αργύρης από την άλλη είναι μια πιο «αλέγκρο» περίπτωση ανθρώπου και προπονητή. Πολλά μπορεί να πει κανείς ή και να καταλογίσει στον Άρτζι, όλοι όμως αναγνωρίζουν ότι ο τύπος είναι παθιασμένος με το μπάσκετ. Πέραν από την καριέρα του ως παίχτης, ο Αργύρης τα τελευταία 15 χρόνια έχει περάσει από τον πάγκο διάφορων ομάδων, μεταξύ των οποίων ο ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ, το Ρέθυμνο, ο Μακεδονικός χωρίς ποτέ να έχει καταφέρει σε καμία να πετύχει τα όσα κατάφερε με το αγαπημένο του Περιστέρι. Το πάθος του για το μπάσκετ τον οδήγησε τα τελευταία χρόνια να κρατάει σχεδόν μόνος του όρθια την ομάδα της καρδιάς του με την οποία στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έφτασε μέχρι την τρίτη θέση όχι μόνο απειλώντας να αποκλείσει την τωρινή του ομάδα αλλά και παίζοντας καλό μπάσκετ. Ο Πεδουλάκης είναι ένας «τζάνκι» του μπάσκετ, ζει, αναπνέει και τρέφεται από αυτό, διαβάζει πολύ και παρακολουθεί αγώνες σχεδόν όλων των μεγάλων προπονητών προκειμένου να ξεκλέψει στοιχεία που του αρέσουν και να τα προσαρμόσει στις ανάγκες της ομάδος του.
Θιασώτης και θαυμαστής της δουλειάς του Ζέλικο έχει πολλές φορές δημοσίως εκφράσει το θαυμασμό του για το «πρόγραμμα» όπως συνηθίζει να λέει του προηγούμενο προπονητικού επιτελείου των πρασίνων καθώς και να παραδεχτεί ότι έχει κοπιάρει συγκεκριμένα στοιχεία της φιλοσοφίας του. Αυτό ίσως είναι και το πιο χαρακτηριστικό του νέου προπονητή των πρασίνων, ότι έχει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία γύρω από το αντικείμενο. Στην επίθεση είναι δηλωμένος λάτρης του p&r το οποίο διδάσκει σε όλες τις ομάδες του, ενώ δουλεύει πάρα πολύ στην άμυνα με διάφορες προσαρμογές δίνοντας έμφαση στις περιστροφές και κυρίως στη βοήθεια που έρχεται από την αδύνατη πλευρά. Χρησιμοποιεί ευρέως και όλα τα miss-match που θα του προκύψουν, ενώ ζητάει από τους παίχτες του συχνά να "διαβάσουν" το παιχνίδι και να αποφασίσουν αναλόγως σε κάθε φάση. Του αρέσει πολύ η πίεση πάνω στη μπάλα, ενώ το όνειρό του όπως έχει εκμυστηρευτεί είναι να έχει 5 δίμετρους πάιχτες που να μπορούν να αλλάζουν σε όλα τα σκριν χωρίς να επηρεάζεται η αμυντική ισορροπία της ομάδος του. Μήπως κάτι από όλα αυτά σας θυμίζει κάτι?
Εκρηκτικός σαν χαρακτήρας, ζει πολύ έντονα το παιχνίδι και απολαμβάνει έντονα νομίζω να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που του εμφανίζει ο εκάστοτε προπονητής. Λατρεύει να δουλεύει με νεαρούς παίχτες, τους οποίους σμιλεύει και κατευθύνει από τα πρώτα τους βήματα όχι μόνο εντός αλλά και εκτός παρκέ. Ειδικότητά του θεωρούνται τα παιδιά που παίζουν μέσα στη ρακέτα αν και το τελευταίο του «δημιούργημα» είναι αναμφισβήτητα ο Βαγγέλης Μάντζαρης που συχνά επικαλείται τον πρώην προπονητή του. Το προηγούμενο πουλέν του ήταν ο Πελεκάνος, ο οποίος φεύγοντας από την αγκαλιά του Πεδουλάκη, δεν κατάφερε ποτέ να κάνει την καριέρα που ονειρευόταν και για την οποία προαλειφόταν. Κάποια στιγμή το όνομά του ακουγόταν έντονα ως το πιο επικρατέστερο για τον πάγκο της Εθνικής μας ομάδος και νομίζω αυτό καταδεικνύει και το σεβασμό και την αναγνώριση που απολαμβάνει ο Άρτζι από τους συναδέλφους του. Εργατικός και μαχητής, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, ενώ έχει μάθει να δουλεύει μέσα σε πλαίσια και ατμόσφαιρα «οικογένειας» που δημιουργεί με τους παίχτες του, οι οποίοι τον εμπιστεύονται σχεδόν τυφλά. Ακόμα και ο προκάτοχός του έχει κατά καιρούς εκφραστεί με πολύ θετικά λόγια για την προπονητική αξία του νυν προπονητή των πρασίνων και ίσως αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο προπονητικό του παράσημο.
Ξαναδιαβάζοντας την ανάρτηση δε θέλω να δοθεί η εντύπωση ότι προσπαθώ να εξωραΐσω είτε τις επιλογές των διοικήσεων των αιωνίων είτε τα πρόσωπα των επιλογών αυτών. Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο δίκαιος – και όχι υποχρεωτικά αντικειμενικός- θέλοντας να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου, οι οποίες είναι μάλλον θετικά διακείμενες απέναντι σε 2 νέους, καταξιωμένους Έλληνες προπονητές που κέρδισαν την ευκαιρία αυτή με το σπαθί τους ξεκινώντας από τα χαμηλά και που νομίζω ότι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι τους στηρίξουμε στο εγχείρημα –ζωής και καριέρας- που θα επιχειρήσουν. Εξάλλου, τόσα χρόνια δεν καυτηριάζουμε όλοι την ξενολατρία των εκάστοτε διοικήσεων προς προπονητές διαφόρων σχολών και προελεύσεων, η πλειονότητα των οποίων πέρασε και δεν ακούμπησε? Γιατί να μην είναι αυτή μια αρχή να εμπιστευτούμε και φυσικά να συνεχίζουμε να εξάγουμε καλούς Έλληνες προπονητές?
Και μια τελευταία σκέψη…Εγώ θα σκεφτόμουν και τον Σούλη Μαρκόπουλο και ας μην είχε καλή τελευταία χρονιά με τον ΠΑΟΚ.
6 σχόλια:
Ο μόνος Έλληνας προπονητής που δικαιούται μια ευκαιρία σε μεγάλο πάγκο είναι ο Μαρκόπουλος (ο Γιαννάκης κάηκε μόνος του). Ο ΜΟΝΟΣ που έχει κάνει πραγματικό πρωταθλητισμό και με τίτλους στα χέρια του. Ολοι οι υπόλποιποι μέρτιοι ή κάτω του μετρίου με τεράστιο λιβάνισμα απο τους ΑΡΔ και το μπασκετικό σύστημα. Αν δεν υπήρχε θέμα χρημάτων ΟΛΟΙ θα γελούσαν και μόνο στο άκουσμα ενός Ελλήνα στον πάγκο. Απλά τώρα μόνο κλαίνε...
Τέλος εποχής παιδιά για τις ομάδες με τους μεγάλους προϋπολογισμούς τους ακριβούς παίκτες και τους μεγάλους προπονητές. Από εδώ και πέρα οι πρασινικόκκινοι πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Ίσως αυτή η κατάσταση είναι ευκαρία να ανδειχθούν στις τάξεις τους νέοι Έλληνες παίκτες και ενδεχομένως το ότι και οι δυο θα κατεβάσουν ταχύτητα ίσως να είναι η αρχή για ένα πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, έστω και αν η ψαλίδα κλείνει προς τα κάτω.
Αργύρης.
Τώρα δηλαδή που ο Σόφο πήγε στον Παο, έγινε παιχταράς???...
@ανώνυμος
Ο Σόφο έχει πολύ συγκεκριμένα προτερρήματα και βασικότατα ελαττώματα.
Όχι σαφώς και δεν έγινε "παιχταράς" όπως γράφεις. Και αν σε ενδιαφέρει η γνώμη μου - επειδή το τρένο της εξέλιξης το έχει χάσει - δεν θα γίνει ποτέ πλέον.
Ουκ ολίγες φορές έχω γράψει τη γνώμη μου για τον Σόφο: "Χαλασμένο" μυαλό , δεν βλέπει τον ελεύθερο παίκτη (αν και υπήρξε μία πρόοδος Μπλατ), η δεδομένη αστοχία του στις βολές τον αποκλείει απ' τα τελευταία λεπτά ενος ντέρμπι , κάνει εύκολα φάουλ (σε αυτό έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης και οι διαιτητές) , μία -άντε βαριά δύο - κινήσεις στο low post, κακός ριμπάουντερ.
Ο Ομπράντοβιτς - αν και του τον πρόσφεραν στο πιάτι τα αδέλφια- δεν τον ήθελε στην ομάδα.
Έστω και έτσι όμως είναι καλύτερος απ' τον Βουγιούκα (που πιθανότατα θα φύγει).
Για τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν μία μεταγραφή εντυπώσεων (περισσότερο) αλλά και ανάγκης να βελτιωθεί το ρόστερ (ποιότητα / ηλικία).
Πριν από καιρό στο blog αυτό είχαμε γράψει για τον Σόφο μια ολόκληρη αναλυτική ανάρτηση. Πάνω κάτω κυμαινόταν στο ίδιο μήκος κύματος με αυτά που λέει τώρα και ο Ντράζεν
Διαφωνώ Drazen, o Boυγιούκας είναι για μένα καλύτερος παίκτης από τον Σχορτιανίτη, ξεκάθαρα καλύτερος, εξαιρετικός στο παιχνίδι μέσα στην ρακέτα, τελειώματα και με τα δύο χέρια, βλέπει τον ελεύθερο παίκτη, αξιοποιεί τα φάουλ που κερδίζει, ακόμα και στην άμυνα που θεωρείται αργός και τον χτυπάνε στα πόδια οι κοντοί της αντίπαλης ομάδας δεν νομίζω να είναι χειρότερος από τον Σχορτιανίτη.
Δημοσίευση σχολίου