Όταν την προηγούμενη βδομάδα ξεκίνησα να υλοποιώ την ιδέα για τα ταιριαστά και αταίριαστα ζευγάρια του ελληνικού μπάσκετ, ήταν αδύνατο να μη μου έρθει ως πρώτο στο μυαλό το πιο γνωστό και ίσως αγαπημένο ζευγάρι ολόκληρου του ελληνικού μπασκετικού κόσμου. Το ζευγάρι του οποίου η ιστορική συνύπαρξη εν πολλοίς βοήθησε σε μεγάλο βαθμό να αλλάξει ο ρους της σύγχρονης μπασκετικής ιστορίας του τόπου μας. Είχα όμως τόσες πολλές σκέψεις που θέλησα να αφιερώσω λίγο παραπάνω χώρο και χρόνο για να αναφερθώ στους Γκάλη-Γιαννάκη ή Γιαννάκη-Γκάλη αν θέλετε, τις πορείες τους, τα ταιριαστά τους σημεία και τις ανομοιομορφίες τους. Θα ήθελα επίσης να γίνει αντιληπτό σε όλους ότι ΔΕΝ προτίθεμαι να μπω σε απλοϊκές διαδικασίες σύγκρισης της αξίας και της προσφοράς του καθενός ή της ανάδειξης του καλύτερου ή χειρότερου, καθώς κάτι τέτοιο στα μάτια μου είναι άτοπο και ανούσιο.
Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει από τότε που και οι δύο έβγαλαν μόνιμα τις φανέλες των ομάδων τους, όσα χρόνια από τη στιγμή που σταμάτησαν να είναι συμπαίχτες, όσα χρώματα φανέλας άλλαξαν, όσες ελάχιστες φορές τους είδαμε μαζί εκτός παρκέ, η γνώμη μου είναι ότι ο Νικ και ο Παναγιώτης ήταν, είναι και ίσως θα είναι το απόλυτο ζευγάρι του ελληνικού μπάσκετ. Η αγωνιστική τους συνύπαρξη στον ΑΡΗ και στην Εθνική ομάδα για σχεδόν μια δεκαετία αποτέλεσε την πιο χαρακτηριστική αναφορά και έγινε σχεδόν ταυτόσημη με τη δυναμική του ελληνικού μπάσκετ τα χρόνια εκείνη όχι μόνο από εγχώριους φιλάθλους και δημοσιογράφους, αλλά και από Ευρωπαίους. Οι Γιουγκοσλάβοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί και όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης είτε σε συλλογικό είτε σε εθνικό επίπεδο ήξεραν ότι αντιμετώπιζαν την ομάδα του Γκάλη και του Γιαννάκη. Τα νούμερα 5 και 6 στην κιτρινόμαυρη και λευκή φανέλα έγιναν οι δύο πόλοι της καθιέρωσης και εκτόξευσης του ελληνικού μπάσκετ στις υψηλές κορυφές της Ευρώπης. Η συννενόηση με κλειστά μάτια, οι αναρίθμητοι αιφνιδιασμοί που ξεκινούσαν από τον Γιαννάκη και τελείωναν με τον Γκάλη, τα διάσημα back-door σε όλα σχεδόν τα ελληνικά και ευρωπαϊκά γήπεδα, οι ατομικοί και ομαδικοί τίτλοι σφράγισαν ανεξίτηλα την εποχή εκείνη που οι δύο αυτοί τύποι μεσουρανούσαν στο μπασκετικό στερέωμα. Προσπαθούσα να βρώ σε άλλες ευρωπαϊκές ομάδες τα τελευταία 20-30 χρόνια ένα αντίστοιχο δίδυμο το οποίο να "ιδιωτικοποίησε" σε τέτοιο βαθμό τη συνολική ομαδική επιτυχία και πραγματικά αδυνατώ. Μόνο με το δίδυμο των Jordan-Pippen και την δική του επιρροή στο αμερικάνικο μπάσκετ μπορώ να βρω κοινά σημεία και ίσως να μην είμαι υπερβολικός.
Εξάλλου και αγωνιστικά το ταίριασμα ήταν πραγματικά ιδανικό, ένα πάντρεμα δύο παιχτών των οποίων τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά αλληλοσυμπληρώνονταν σε βαθμό που να δημιουργούν το ιδανικό πακέτο. Μια χημική ένωση αποτελούμενη από δύο εκρηκτικά υλικά με τρομερή ατομική δυναμική το καθένα. Μια μπασκετική ισορροπία δημιουργούμενη ΚΑΙ από το αστείρευτο επιθετικό ταλέντο ενός εκ των μεγαλύτερων σκόρερ που εμφανίστηκαν ποτέ, για τον οποίο τα κοσμητικά επίθετα στερούνται σημασίας ΚΑΙ το ολοκληρωτικό παιχνίδι του οργανωτή-αμυντικού και δευτερόντως σκόρερ συμπαίχτη του, ισορροπία που θαρρείς και ήταν σχεδιασμένη και εκτελεσμένη στο έπακρο όταν την έβλεπες να πραγματοποιείται μέσα στο παρκέ. Και όμως αν κανείς απομονώσει τα δύο προαναφερθέντα υλικά, αν εξετάσει τον καθένα από τους δύο πόλους ξεχωριστά θα εκπλαγεί με τις διαφορές που θα προκύψουν σχεδόν σε κάθε επίπεδο, από τον τρόπο παιχνιδιού έως και την αντίληψη και τη νοοτροπία μέσα στο παιχνίδι αλλά και εκτός αυτού. Να προέκυψε ίσως η απόλυτη επιτυχία του ζευγαριού ακριβώς από την διαφορετικότητα των δύο μερών του? Σίγουρα έπαιξε ρόλο, αλλά νομίζω ότι η ποσόστωση της διαφορετικότητας του καθενός δεν έφτασε -ή δε το άφησαν να φτάσει- ποτέ στο ανώτατο δυνατό όριο επιτρέποντας έτσι να επέλθει η όποια φυσική αντίδραση ή διάσπαση ή ακόμα και σύγκρουση. Είδαμε το καλύτερο τους, ακριβώς ένα βήμα προτού η διαφορετικότητά τους δημιουργήσει τη διάσπαση. Και όταν λέω διαφορετικότητα του καθενός εννοώ....
Ο Γιαννάκης είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της ελληνικής φυλής με όλα τα καλά και τα άσχημά του. Παθιασμένος, με φιλότιμο, με αυτοθυσία, δουλευταράς, γκρινιάρης ("κλάψε-κλάψε"), πονηρός, απείθαρχος εκ φύσεως, ηγετικός, με εμμονές έπαιζε και μπάσκετ με όλα του τα χαρίσματα και τις αδυναμίες. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε δε σταμάτησε ποτέ να παλεύει για την νίκη, να βουτάει στο παρκέ για κάθε χαμένη μπαλιά, να ιδρώνει στην άμυνα και να βάζει το κορμί του για να κερδίσει επιθετικό φάουλ, να τα βάζει με όλους τους αντιπάλους, να εκφράζεται όταν νιώθει ότι αδικείται, να μη φοβάται να πάρει την ευθύνη του κρίσιμου σουτ και φυσικά να παρασύρεται από τα συναισθήματά του. Έχει το μεράκι του παιχνιδιού μέσα του, το αγαπάει και νομίζω ότι ανέκαθεν το αντιμετώπιζε στην πιο αγνή του μορφή, ένα παιχνίδι που παίζουν μερικά παιδιά και το οποίο έχει ορισμένους κανόνες που πρέπει να ακολουθήσεις. Τη στιγμή που σούταρε ένα από τα αγαπημένα του τρίποντα-χειρόφρενα στον αιφνιδιασμό, και ενώ όλοι οι λοιποί μπορεί να βρίζαμε, ίσως ο δράκος το έβλεπε σαν ένα σουτ ενός παιχνιδιού που ένιωσε εκείνη τη στιγμή ότι θα το έβαζε. Τίποτα περισσότερο από αυτό. Ο Γιαννάκης είναι συνώνυμο της προσπάθειας, κουβαλάει την εικόνα του αγωνιστή, του μαχητή, πάντα με ιδρώτα, με κόπο αλλά και με τη χαρά του παιχνιδιού ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Πιστεύει πάντα στην προσπάθεια καθώς θεωρεί ότι αυτή είναι το απαρέγκλιτο σκαλοπάτι της νίκης!!!
Δεν είναι τυχαίο ότι έπαιζε μπάσκετ μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο και αφού είχε συμπληρώσει τόσες συμμετοχές σε επαγγελματικούς αγώνες όσες δε θα χωρούσαν σε ένα σύστημα Excel!!! Αλλά και αμέσως μετά ξεκίνησε να προπονεί ομάδες από την πιο αγαπημένη του, την Εθνική, μέχρι συλλόγους και ξανά στην Εθνική. Δεν μπορεί ο Γιαννάκης να μείνει μακριά από το μπάσκετ με οποιαδήποτε μορφή. Και σαν προπονητής ακόμα τα προτερήματα και τα κουσούρια δεν του έλλειψαν. Ενέπνεε πολύ τους παίχτες του, πόνταρε πολύ στην καλή ψυχολογία τους, ασχολήθηκε και διάβασε για το μπάσκετ, χάρισε εξαιρετικές επιτυχίες ιδίως με την Εθνική όπου είχε την τύχη να καθοδηγεί την αφρόκρεμα του ελληνικού μπάσκετ στην καλύτερη τους ηλικία, αλλά και δε σταμάτησε να διαμαρτύρεται, να επιμένει σε κάποιες λογικές παλαιοτέρων ετών, να μην αποδέχεται την ήττα χωρίς δικαιολογίες, απλά και μόνο γιατί το μπάσκετ παρέμενε για αυτόν ένα παιχνίδι. Το πιο αγαπημένο του παιχνίδι. Διαφέρουν πολύ στο μυαλό σας οι εικόνες του Γιαννάκη ως παίχτη και του Γιαννάκη με γραβάτα και κουστούμι?
Ο Γκάλης από την άλλη σχεδόν δεν είχε τίποτα από τα χαρακτηριστικά του συμπαίχτη του. Τον διείπε πάντα ένας άκρατος επαγγελματισμός που του επέτρεπε να μένει μόνιμα προσηλωμένος στο στόχο του που ήταν σε κάθε επίθεση να βάλει τη μπάλα στο καλάθι. Δε χαμογελούσε, δε πανηγύριζε, δε διαμαρτυρόταν, δεν ασχολιόταν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού με τίποτα άλλο από το να βάλει τη μπάλα στο καλάθι. Λες και προγραμμάτιζε τον εαυτό του και έμπαινε σε μια δική του "ζώνη-λυκόφωτος" όπου μετρούσε μόνο η μπάλα στα χέρια του, οι αντίπαλοι και το καλάθι. Τον περιέβαλλε πάντα η αίσθηση της υπεροχής, της αναγνώρισης, της καθολικης αποδοχής και του θαυμασμού και αυτός την ενέτεινε κάθε φορά με το να είναι παγερός έως ψυχρός τόσο εντός όσο εκτός παρκέ. Ο Γκάλης δε "χάλαγε" την εικόνα του είτε εντός γηπέδου, να βουτήξει να σώσει μια μπάλα ή να την επαναφέρει αυτός σε συμπαίχτη του για παράδειγμα είτε εκτός όταν και δεν έδινε συνεντεύξεις ή είχε πάντα υπαλλήλους να κουβαλάνε τις αποσκευές του. Για αυτόν το παιχνίδι ήταν πάντα ο χώρος που λάμβανε τη μεγαλύτερη αναγνώριση, που του αποδίδονταν οι μεγαλύτερες τιμές, το πεδίον λαμπρής δόξης εχθρών και φίλων και αυτό ήταν το μόνο που τον ενδιέφερε. Ο Νικ κοίταζε την κορυφή και αισθανόταν ότι δεν υπήρχει κανείς και τίποτα που θα μπορούσε να του φράξει τον δρόμο. Όλοι φαντάζομαι θυμόμαστε τη γνωστή και επαναλαμβανόμενη δήλωσή του μετά τον ημιτελικό με τους Γιούγκους το '87. Νομίζω ότι είχε μεγαλύτερη συναίσθηση του μεγαλείου του από τον Γιαννάκη και αυτό ίσως φαίνεται και από τον τρόπο που τελείωσε την καριέρα του: Δεν τον ξεκίνησε ο προπονητής του στη βασική πεντάδα και τον κάλεσε να μπει πιο μετά και αυτό η περηφάνια του, ο εγωισμός του ΔΕΝ το άντεξε. Ή και από τα πρώτα χρόνια στον ΑΡΗ σε πόσες προετοιμασίες ο Γκάλης δεν κατέβαινε απαιτώντας να πάρει τα χρήματα που ήθελε? Καταλάβαινε το μέγεθος του και την επίδραση που είχε και φερόταν πάντα με σεβασμό αλλά και με προφύλαξη ώστε το μέγεθος αυτό να διατηρηθεί αναλλοίωτο.
Ακόμα και όταν τελείωσε αγωνιστικά από το μπάσκετ δε σταμάτησε να το αντιμετωπίζει οπως ακριβώς και όταν ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής του παιχνδιού. Συντήρησε το μύθο του απομακρυνόμενος από κάθε δημόσια προβολή, έφτιαξε ένα εξαιρετικό camp για νέα παιδιά λίγο έξω από τη Σαλονίκη και ασχολήθηκε με τις όποιες επιχειρήσεις του. Ο Γκάλης δεν έχει την τρέλλα του Γιαννάκη για το παιχνίδι, το πάθος και τη φλόγα της συμμετοχής και της προσφοράς που διακρίνει τον δράκο. Θεωρούσε -ΔΙΚΑΙΩΣ- και δε σταμάτησε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό του ως τον απόλυτο πρωταγωνιστή, το σημείο αναφοράς του ελληνικού μπάσκετ, "bigger than everybody" και αυτό στα μάτια του θα είναι πάντα αδιαπραγμάτευτο. Ακόμα και σε εκπομπές στην τηλεόραση αφιερώμενες σε αυτόν ή στο έπος του 1987 δεν έχουν καταφέρει να τον προσελκύσουν. Και όπως είναι φυσικό ο Γκάλης ποτέ δε θα γινόταν προπονητής σε ομάδα, καθώς αυτό θα απαιτούσε να αφήσει το μοναχικό δρόμο του πρωταγωνιστή, να διακινδυνέψει να χάσει το "θρόνο" της καθόλικής αναγνώρισης, να εκτεθεί στα μάτια των θαυμαστών του και να δοκιμάσει ίσως σε μια δοκιμασία που δεν τον ενδιέφερε ή δε γνώριζε στο βαθμό που θα τον κρατούσε στην κορυφή. Ίσως ήταν πιο σημαντικό για αυτόν να προστατέψει τον μύθο του, να παραμείνει για πάντα ο Γκάλης καθολικά και ολοκληρωτικά και αδιαμφισβήτητα. Εξάλλου, αυτός ο μονήρης σχεδόν τρόπος ζωής και στην αθλητική του καριέρα τον καθιέρωσε ως τον καλύτερο όλων, ίσως τον μοναδικό έλληνα παίχτη μπάσκετ για τον οποίο να ΜΗΝ ακούστηκε ΠΟΤΕ αρνητικό σχόλιο!!!!! Έχετε πιάσει μήπως τον εαυτό σας να το κάνει?
Δε μπορώ και δε θέλω να κρίνω τη στάση κανενός, καθώς και στους δύο εγώ προσωπικά είμαι ευγνώμων για όσα έχω ζήσει μαζί τους τα τελευταία 25 χρόνια. Στο δικό μου μυαλό κυριαρχεί πάντα η κοινή τους ανάμνηση, η πρωταρχική, η αθώα, η πιο κινητήριος να ασχοληθώ με τη σπυριάρα μπάλα. Και παρόλο που θα ήθελα να κλείσω με ένα τεράστιο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ και προς τους δύο, θα απεκδυθώ τον "εύκολο μανδύα" της απλής σημειολογικής αναφοράς των ατομικών τους χαρακτηριστικών και θα επιχειρήσω μερικές κρίσεις:
1) Ο Γιαννάκης λόγω της αγάπης του για το παιχνίδι αποφάσισε να παραμείνει σε αυτό από άλλο πόστο δοκιμάζοντας μεγάλες χαρές -Εθνική ομάδα- αλλά και απογοητεύσεις -ΟΣΦΠ- που έφτασαν μέχρι τη λοιδορία και την απαξίωση (κυρίως προπονητικά). Ακόμα και αν δεν έγινε ποτέ προπονητής αντάξιος της σταδιοδρομίας του ως παίχτης δε φορβήθηκε να πάρει το ρίσκο, να εκτεθεί και να κολυμπήσει σε σχετικώς άγνωστα νερά, να κερδίσει αλλά και να χάσει παίζοντας το παιχνίδι που αγαπάει από διαφορετική σκοπιά. Ίσως υπερβολικός κάποιες φορές, αλλά αυτός ήταν πάντα ο χαρακτήρας του. Νομίζω το διάστημα της αγρανάπαυσης του τελευταίου καιρού θα του κάνει καλό.
2) Ο Νικ δεν έλαβε ΠΟΤΕ από την Πολιτεία, την Εθνική ομάδα, τον ΑΡΗ, τον ΠΑΟ την αναγνώριση που του άξιζε και αυτό ίσως κάπου μέσα του τον πείραξε. Αποτραβήχτηκε βίαια και έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, ίσως γιατί πληγώθηκε από το πόσο γρήγορα και εύκολα ξεχάστηκαν τα κατορθώματά του ή γιατί ένιωσε ότι η αξία του δεν αναγνωρίζεται πια. Και αυτό για έναν ζωντανό θρύλο δεν αντέχεται εύκολα. Το καταλαβαίνω ότι θα ήταν αδύνατον να γίνει προπονητής ή να λάβει διοικητικό πόστο, αλλά η αποχή του πληγώνει πολύ όλους...Αυτόν, εμάς, το μπάσκετ.
3) Για τη μπασκετική αξία του καθενός όλοι μας έχουμε την άποψή μας. Χωρίς να είμαι απόλυτος ή να διεκδικώ το αλάθητο, σκόρερ σαν τον Γκάλη νομίζω δε θα ξαναδούμε στα ελληνικά γήπεδα και ίσως και στα ευρωπαϊκά. Όπως δε θα ξαναγράψει άλλος σαν τον Καζαντζάκη ή θα συνθέσει όπως ο Μπετόβεν ή θα ζωγραφίσει όπως Νταλί. Φυσικά και υπάρχουν και απολαμβάνουμε καινούριους παίχτες, συγγραφείς, συνθέτες και ζωγράφους σύμφυτους με την εποχή μας, αλλά πάντα και παντού θα υπάρχουν οι κορυφαίοι. Αντιθέτως, παρόλο που παίχτες με αγωνιστικά χαρακτηριστικά του Γιαννάκη είναι πιο εύκολο να ανακαλύψουμε, ο δράκος πάντα θα διαφέρει στο εξής: ΕΠΕΛΕΞΕ, προκειμένου να γίνει πιο χρήσιμος για την ομάδα του, να αφήσει τον "αστεράτο" ρόλο του πρωταγωνιστή στον συμπαίχτη του και αυτός να αναλωθεί σε όλα τα υπόλοιπα. ΔΙΑΛΕΞΕ τη συμμετοχή σε θεατρικό έργο από το να παίξει μονόπρακτο. Έγινε αμυντικός, οργανωτής, εμψυχωτής και κατά συνέπεια προπονητής. Αντιλήφθηκε το μεγαλείο του συμπαίχτη του και προσάρμοσε το παιχνίδι του σε αυτό για το καλό της ομάδος του. Και το έκανε σε μια εποχή όπου το μπάσκετ δεν είχε εξελιχθεί στο σημερινό βαθμό ώστε κάποιες δομές του -που σήμερα απολαμβάνουν αναγνώρισης- να είναι έστω κατανοητές.
Γκάλης-Γιαννάκης....Γιαννάκης-Γκάλης....
2 σχόλια:
Μια διόρθωση. Ο Γκάλης ποτέ δεν απείχε απο προετοιμασία του Αρη ζητώντας τα λεφτά του. Ο Γιαννάκης σχεδόν κάθε χρόνο το έκανε. Όχι γιατί του χρωστούσαν λεφτά αλλά γιατί δεν έπαιρνε τα ίδια με τον Γκάλη...
Μία μικρή επισήμανση στο κατα τα άλλα εξαιρετικό κείμενό σου :
Η δήλωση του Γκάλη το 1987 όπως φαίνεται και στο παρακάτω βιντεάκι έγινε μετά τον προημιτελικό με τους Iταλούς. Για κάποιο λόγο υπάρχει η λανθασμένη γενική αίσθηση ότι έγινε μετά τον ημιτελικό με τους Γιουγκοσλάβους.
http://www.youtube.com/watch?v=T1pr793L530
Δημοσίευση σχολίου