RSS

To τέλος της σεμνότητας (το κείμενο επιμελήθηκε ο Stratos Kalantzis)


Για κάποιο αδιευκρίνηστο λόγο ανέκαθεν θαύμαζα ανθρώπους που κατάφερναν, είτε στην προσωπική είτε στην επαγγελματική τους ζωή, να παραμένουν αφοσιωμένοι στον στόχο τους μέχρι να τον πετύχουν χωρίς φανφάρες και βερμπαλισμούς. Ανθρώπους που κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η σκληρή δουλειά, τα λίγα λόγια και η συνέπεια τους. Ένας τέτοιος Κύριος (επίτηδες το «Κ» κεφαλαίο) πριν λίγο καιρό ανακοίνωσε ότι σταματάει να κάνει αυτό που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε για σχεδόν δύο δεκαετίες. Δεν υπήρξαν μακροσκελείς ανακοινώσεις, τηλεοπτικές συνεντεύξεις, πολυσέλιδα αφιερώματα όπως συνήθως γίνεται, παρόλο που η αξία του θα δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Έφυγε άνευ τυμπανοκρουσιών, «γεμάτος» όπως είπε από όλα όσα έζησε για δύο δεκαετίες στα παρκέ και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον του που, εκτός της οικογένειας του, εγώ ελπίζω από κάποιο πόστο να περιέχει και μπάσκετ.


Σαν τώρα τον θυμάμαι εκείνο το μαγικό καλοκαίρι του 1995 να εμφανίζεται ένα αμούστακο μειράκιον, αδύνατο και λιπόσαρκο μαζί με τους άλλους πολυδιαφημισμένους αστέρες της Εθνικής Εφήβων (Ρεντζιά-Παπανικολάου-Κακιούζη-Μπαρλά) ακολουθώντας πάντα το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς που τον χαρακτήρισε μέχρι τα βαθιά μπασκετικά γεράματα. Χαμηλοθώρης, λιγομίλητος, σοβαρός, έδινε την εντύπωση ότι μπορεί μεν η ηλικία του να ήταν 18-19, αλλά έμοιαζε παραπάνω. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι αυτή ακριβώς η συμπεριφορά αποτυπωνόταν και στο παρκέ. Δεν ξεκινούσε ποτέ στην πεντάδα, αλλά ήταν ο 6ος παίχτης που πάντα έμπαινε όταν τα πράγματα στράβωναν, όταν οι συμπαίχτες του χρειάζονταν μια έξτρα –κυρίως- επιθετική βοήθεια για να ξεφύγουν στο σκορ. Αν θυμάμαι καλά, ήταν μέσα στους πρώτους σκόρερς της εντυπωσιακής εκείνης ομάδος, παρόλο τον σχετικά περιορισμένο χρόνο συμμετοχής του και το γεγονός ότι ξεκινούσε από τον πάγκο. Επίσης αυτό που μου είχε μείνει καρφωμένο ήταν κάτι που παρέπεμπε σε γιουγκοσλαβική σχολή, ήτοι μια τρομερή ψυχραιμία και ηρεμία καθ όλη τη διάρκεια του αγώνα καθώς φυσικά και την εξαιρετική ικανότητα που είχε στο σουτ, είτε δεχόμενος σκριν είτε μετά από ντρίπλα. Μια ικανότητα που τα τελευταία χρόνια δεν προσιδεάζει σε χαρακτηριστικό της μπασκετικής φυλής μας, για εκείνον ήταν η πιο φυσική του αντίδραση μέσα στο παιχνίδι. Έπιανε τη μπάλα, σούταρε.

Την επόμενη χρονιά, που ήταν αυτή της μεγάλης «παιδομάζωξης» επί εποχής Φιλίππου στην ΑΕΚ μαζί με τον Διόσκουρό του, Κακιούζη, φοράει τα κιτρινόμαυρα. Άξιον σημειώσεως εστί το γεγονός ότι το παλικαράκι έως τότε έπαιζε στη Γ’ Εθνική (Ποσειδώνα Καλαμάτας)!!! Και μιλάμε σε εποχές (1995) που το ελληνικό πρωτάθλημα εθεωρείτο ίσως το καλύτερο και πιο ανταγωνιστικό της Ευρώπης με παιχταράδες να συμμετέχουν σε αυτό σε όλες τις ομάδες. Από την πρώτη χρονιά κιόλας κάνει (σιωπηλό) πάταγο. Συνεχίζει να έρχεται από τον πάγκο μεν, είναι όμως δεύτερος σκόρερ μιας νεανικής ομάδας σκοράροντας κάτι σαν 14,5 πόντους ανά παιχνίδι, δείχνει τρομερή ωριμότητα για την ηλικία του και δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα από την μετάβασή του από σχεδόν τρεις κατηγορίες χαμηλότερες στην υψηλότερη. Το παιχνίδι του είναι μάλλον ασυνήθιστο για «προϊόν» Ελληνικής σχολής, καθώς δεν είχαμε πολυ συνηθίσει να βλέπουμε περιφεριακό γκαρντ να βγαίνει από τα σκριν και να σουτάρει με ακρίβεια είτε από κοντά είτε από το τρίποντο με τόση συνέπεια. Και μάλιστα σε αυτή την ηλικία!! Θυμάμαι τουλάχιστον 1-2 παιχνίδια, ιδίως μετά την έλευση του Σούμποτιτς, που σκόραρε 25+ πόντους με καταπληκτικά στατιστικά κερδίζοντας τη μερίδα του λέοντος της προσοχής και του θαυμασμού του μπασκετικού κόσμου από τον πιο προβεβλημένο Κακιούζη.
Από την επόμενη χρονιά που κατηφόρισε ο Ιωαννίδης ξεκινάει και η αναρρίχηση στα υψηλά σκαλοπάτια του επαγγελματισμού και του πρωταθλητισμού. Η αλήθεια είναι ότι όλη αυτή την αυστηρότητα, τη σκληρότητα και την αθυροστομία του ξανθού δεν την κατάλαβε ούτε την ασπάστηκε ποτέ. Θυμάμαι σε μια σπάνια συνέντευξή του στο ΤΡΙΠΟΝΤΟ να του αποδίδει τα εύσημα για το γεγονός ότι προπονήθηκε πολύ σκληρά για πρώτη φορά στην καριέρα του, ότι με αυτόν προπονητή έμαθε πάρα πολλά όσον αφορά την ομαδική τακτική και το κομμάτι της άμυνας αλλά άφηνε να φανεί ότι όλο αυτό το εκρηκτικό ταμπεραμέντο που εκρήγνυτο αν ένας παίχτης έχανε ένα σουτ ή δεν έβγαινε σωστά σε μια περιστροφή δεν του ταίριαζε. Παρόλα αυτά περπάτησε για πρώτη φορά μαζί του στο παλκόσενικο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, απέκτησε εμπειρίες, έπαιξε με πολύ καλούς συμπαίχτες και εναντίον πολύ καλών ευρωπαϊκών όμαδων και «λείανε» λίγο περισσότερο το παιχνίδι του.

Ίσως τότε να μπήκαν οι βάσεις για τη μετέπειτα εκτόξευση (κάπως έτσι δεν έγινε και στον ΟΣΦΠ, πρώτα ο ξανθός και μετά ο Ντούντα) που ακολούθησε με τον «σοφό» να κάθεται για δύο χρόνια στον πάγκο της ΑΕΚ. Βέβαια, για να είμαι δίκαιος και επειδή σιχαίνομαι τις αγιογραφίες, ίσως εκεί να έχασε και το τρένο της προσωπικής εκτόξευσης. Με απλά λόγια τη στιγμή εκείνη που όλοι περίμεναν να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή και αδιαμφισβήτητο ηγέτη της ομάδος του, ο Νικολάκης συνέχισε να κάνει με την ίδια συνέπεια αυτό που έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Να έρχεται από τον πάγκο, να προσπαθεί να παίζει καλή άμυνα και στην επίθεση με εκείνο το θανατηφόρο σουτ του, από μέση ή μακρινή απόσταση, να ματώνει τα αντίπαλα καλάθια, αλλά όχι με τη μορφή του «πολυβόλου» που θα περίμενε κανείς. Δεν έκανε ποτέ κατάχρηση προσπάθειας, παρέμενε πάντα προσηλωμένος στο αγωνιστικό πλάνο, δεν επεδίωξε ποτέ να γίνει η πρώτη επιλογή στα επιθετικά συστήματα, κάποιες φορές δε, φαινόταν ακόμα και συμβιβασμένος με τον ρόλο αυτό. Ίσως για αυτό να λένε ακόμα και τώρα καλά λόγια όλοι οι προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκε. Ίσως από την άλλη για αυτό να μην κατάφερε ποτέ να ξύσει έστω το ταβάνι των προσωπικών δυνατοτήτων, μένοντας για όλη τη διάρκεια της καριέρας του ένας πρώτης τάξεως συνεπέστατος ρολίστας, απαραίτητος σε κάθε ομάδα που έκανε πρωταθλητισμό με μικρές εκλάμψεις πρωταγωνιστικού ρόλου.

Ευτυχώς όμως για εκείνον η επιμονή και η υπομονή του δικαιώθηκε και σε επίπεδο τίτλων καθώς κατάφερε να γευτεί το νέκταρ της επιτυχίας τόσο εντός των συνόρων (κύπελλο-πρωτάθλημα) όσο και εκτός με την κατάκτηση του κυπέλλου Σαπόρτα. Αναντίρρητα και ο ίδιος θεωρεί ως καλύτερη και σημαντικότερη στιγμή του την κατάκτηση του πρωταθλήματος, όταν κατάφερε η ΑΕΚ και γύρισε την σειρά από το εις βάρος της 0-2 σε 3-2 πανηγυρίζοντας πρωτάθλημα ξανά έπειτα από σχεδόν τρεις δεκαετίες!! Δε θυμάμαι πολύ καλά τα παιχνίδια εκείνα, αλλά νομίζω ότι ιδίως στην ανατροπή και αυτός και ο Κακιούζης έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο καθοδηγώντας τους συμπαίχτες του. Τις στιγμές που σήκωνε την κούπα και πανηγύριζε το πρόσωπό του έλαμπε, χαμογελούσε, γιόρταζε, δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον μάλλον σκυνθρωπό και σοβαρό τύπο που είχαμε συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια. Πραγματικά ξέσπασε και το χάρηκε με την ψυχή του. Είχε συνδυάσει το όνομά του με ένα θρυλικό κατόρθωμα της αγαπημένης του ομάδος στο οποίο πρωτοστάτησε και αυτό, όπως εκμυστηρεύτηκε χρόνια μετά, παραμένει η πιο αξιομνημόνευτη στιγμή του σε όλη του την καριέρα.

Όταν έφυγε από την αγαπημένη του ΑΕΚ, μετά από κάποια χρόνια, ξεκίνησε μια μάλλον περίεργη πορεία προτού καταλήξει στο λιμάνι του. Πήγε στον ΟΣΦΠ σε πολύ δύσκολη περίοδο, όταν η ομάδα βολόδερνε, δεν υπήρχε σταθερή διοίκηση ή προπονητής και η γκρίνια και η αμφισβήτηση ήταν στην καθημερινότητα. Αυτός εκεί, έκανε τη δουλειά του κάθε μέρα και νομίζω ότι ίσως για αυτό και τον εξετίμησε ο κόσμος των κόκκινων που ανέκαθεν δυσκολευόταν να δεχθεί παίχτες δεμένους με άλλες ομάδες. Ο Νίκος δεν πούλησε οπαδιλίκι, δεν δήλωσε Ολυμπιακός από κούνια, δεν προσπάθησε να κοροϊδέψει κανέναν, έβαζε τη φανέλα του και έπαιζε μπάσκετ. Συνέχισε σε αυτόν τον μάλλον μοναχικό δρόμο του ανθρώπου που αγαπάει το μπάσκετ, χαίρεται να παίζει, απολαμβάνει να ακούει τη μπάλα να χτυπάει στα παρκέ, χωρίς να ασχολείται με τα ατέλειωτα και ατέρμονα συμπαρομαρτυρούντα που συνήθως δημιουργούν ίντριγκες, ιστορίες και φήμες.

Έγραψα πριν για το λιμάνι του. Πολλοί μπορεί να θεωρούν ότι λιμάνι του ήταν η ΑΕΚ. Άλλοι να μιλήσουν για τον Ηλυσιακό, όπου πέρασε πέντε χρόνια. Και όμως δεν εννοώ τίποτα από όλα αυτά. Το λιμάνι του Νίκου Χατζή ήταν το μπάσκετ. Ανέκαθεν ήταν. Και νομίζω πάντα θα είναι.
Έχοντας κερδίσει και χρήματα και τρόπαια και αναγνώριση, έχοντας παντρευτεί και φτιάξει οικογένεια, θα μπορούσε μετά το δεύτερο πέρασμά του από την ΑΕΚ να σταματήσει. Δεν το έπραξε. Αντιθέτως, αποφάσισε να γίνει μέλος μιας μάλλον συνοικιακής ομάδος, που κάθε χρόνο θα πάλευε για τη σωτηρία της, θα άλλαζε ξένους σαν τα πουκάμισα, θα είχε μια μάλλον «αφανή και περίεργη» διοίκηση και συχνά πυκνά θα έπαιζε όλη τη χρονιά κορώνα-γράμματα σε 1 ή 2 παιχνίδια στο τέλος της σαιζόν. Με συμπαίχτες άγουρους είτε αμφιβόλου αξίας, σε ένα γηπεδάκι μικρό, πολλές φορές χάνοντας με τεράστιες διαφορές από καλύτερες ομάδες, πείτε μου, πόσοι από εσάς σε αυτό το στάδιο της καριέρας σας θα το κάνατε? Και όχι για μια ή δύο χρονιές αλλά επί μια συναπτή πενταετία. Πείτε με ρομαντικό ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλά εγώ νομίζω ότι το έκανε από μεράκι για το μπάσκετ. Γιατί ήθελε να παίζει. Ήθελε να παλεύει για κάτι, ακόμα και αν είναι η παραμονή της ομάδος του. Γιατί περίμενε τη στιγμή που θα μπεί μέσα, θα βγει από το σκριν ή θα πάρει μια έξτρα πάσα, θα φέρει τη μπάλα ψηλά και με το ανεπαίσθητο πηδηματάκι που πάντα έκανε, θα τη στείλει στο καλάθι. Τρία σουτ σε ένα παιχνίδι, τέσσερα σουτ σε ένα παιχνίδι,όσα έβγαιναν. Όσες και οι ανάσες, οι αντοχές. Ένας πρώην πρωταθλητής Ελλάδος, κυπελλούχος και κάτοχος Σαπόρτα, πήγαινε στο χωρίς θέρμανση κάποιες φορές γυμναστήριο των Ιλισσίων για προπόνηση. Όπως έκανε στην αρχή της καριέρας του στην γενέτειρά του στην Καλαμάτα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Διακινδυνεύοντας την υστεροφημία του θα μπορούσε να έλεγε κάποιος και ίσως είχε δίκιο. Γνώμη μου είναι ότι για τον Χατζή το μόνο που τον ένοιαζε να αφήσει ως ανάμνηση της καριέρας του ήταν ακριβώς αυτό, το μπάσκετ ήταν για αυτόν το λιμάνι του. Και στην αρχή, στο απόγειο και προς το τέλος της καριέρας του.

Και μετά...πήγε ακόμα χαμηλότερα συνεχίζοντας να απολαμβάνει τη βόλτα στο λιμάνι του!! Πήγε και έπαιξε μια χρονιά στην Α2, στον Αρκαδικό. Ούτε γιατί είχε ανάγκη τα λεφτά, ούτε γιατί είχε καμιά όρεξη να τρέχει στα διάφορα γήπεδα της Ελληνικής επικράτειας, ούτε γιατί ήθελε να βλέπει το όνομά του σε μονόστηλα εφημερίδων, ούτε γιατί ένιωθε ακμαίος και δυνατός σωματικά, ούτε γιατί γούσταρε να είναι μακριά από την οικογένειά του, ούτε για κανέναν άλλον λόγο, πέραν του να παίζει μπάσκετ. Με την ίδια ηρεμία στο μακρόστενο πρόσωπό του, την έλλειψη εκφραστικότητας, τα χωρίς μούσκουλα χέρια του, το κάπως φουντωτό μαλλί, το κάποιες φορές αργό μπάσιμό του, το γνωστό τζαμπ σουτάκι του, τους 5000+ πόντους στην Α1, συνέχισε να παίζει μπασκετάκι, να ρουφάει την κάθε στιγμή, να βάζει το σορτσάκι και τη φανέλα ακριβώς όπως έκανε τα τελευταία 20 χρόνια.

Τώρα που το γράφω και το σκέφτομαι ο Χατζής ήταν ένας σπουδαίος σκόρερ, ένας τύπος σκόρερ που μάλλον έχει εκλείψει ως είδος από το ελληνικό μπάσκετ, ένας παίχτης που έζησε πολλά στα γήπεδα που έπαιξε, έγινε πρωταθλητής από τη μία και σήκωσε κύπελλο Ευρώπης αλλά έπαιξε και στην Α2 για μια χρονιά από την άλλη, μια προσωπικότητα που ουδέποτε απασχόλησε τον αθλητικό τύπο για οποιαδήποτε εξωαγωνιστική του δραστηριότητα (το βρίσκετε εύκολο στη διάρκεια 20 ετών??), ένας φιλήσυχος και μάλλον ειρηνικός άνθρωπος που το μόνο σαράκι που είχε ήταν να παίζει μπάσκετ. Αυτό το συγκεκριμένο και μερικές φορές θεωρούμενο έως ξεπερασμένο μπάσκετ που είχε μάθει από τα γεννοφάσκια του έως τα γεράματά του, με την ίδια σεμνότητα που τον χαρακτήρισε όλα αυτά τα χρόνια εντός και εκτός γηπέδων και που αποχαιρέτισε πλήρης ημερών και εικόνων και βιωμάτων.


Θα μου λείψει αυτή η σεμνότητα...

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ίσως για τον Χατζή να φταίει και ο καθηγητής της αλητείας,καθώς ήταν γνωστός φωνακλάς με έφεση στις βρισιές.και αν δεν κάνω λάθος,ο Χατζής ύστερα από μια προπόνηση,λύγισε και έκλαιγε,ελέω του Bulling που ασκούσε ο Ξανθός

Ανώνυμος είπε...

Και όπως έγραψε στο βιβλίο του,ο Κακιούζης:

''Σε μία προπόνηση ο Χατζής έβαλε τα κλάματα. Είχε δεχθεί τέτοια ψυχολογική πίεση που έσπασε.''

stratos kalantzis είπε...

Δεν αντιλέγω σε όσα λέτε, το έγραψα και στο κείμενο. Από την άλλη, ο Ιωαννίδης ήταν προπονητής τους 1 1/2 χρόνο αν θυμάμαι καλά σε βάθος καριέρας 20 ετών. Ούτε με Ντούντα ή Σάκοτα ή Σούμποτιτς κατάφερε τελικά να κάνει το επόμενο βήμα στην καριέρα του.

Ανώνυμος είπε...

Στράτο,ο μετέπειτα υπουργός ήταν προπονητής του από το 1996 έως το 1998.Πιστεύω ότι αξίζει ένα εκτενές άρθρο για τον Ιωαννίδη αφού για δύο δεκαετίες ήταν πρωταγωνιστής στο ελληνικό μπάσκετ.

stratos kalantzis είπε...

το έχω εδώ και καιρο στο μυαλό μου. και για αυτόν και για τον Ντούντα αν και κάπου πρόσφατα είδα ένα πολύ αναλυτικο. ο Ιωαννίδης ως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα είναι πρόσωπο για το οποίο μπορεί κανείς να γράψει πολλά.

επίσης σκέφτομαι...μια σύγχρονη ανάρτηση για τους πρωταγωνιστές της σαιζόν έως τώρα...ένα ρετρό σε παλιό Αμερικάνο παιχταρά...

αν έχετε καμιά ιδεά...

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ είπε...

Θυμάμαι το 1995 πως περιμέναμε να βάλει ο Προεστός τον Χατζή και τον Καλατζή για να πάρει μπρος η εθνική. Για έναν περίεργο λόγο ξεκινούσαν πενταδάτοι ο Μπάρλας και ο Καράγκουτης αν θυμάμαι καλά.

Ανώνυμος είπε...

Στράτο,νομίζω ότι ο Ντουντα (αλλά και ο Ζοτς) δεν χρειάζονται αφιέρωμα μιας και οι τίτλοι και το πρεστίζ τους,τα λένε όλα.Σίγουρα έχουν κάνει και λάθη,αλλά δεν αμαυρώνει το γεγονός πως είναι οι 2 καλυτεροι τα τελευταία 30 χρόνια.Για τον Ξανθό όμως,επιβάλλεται ένα αφιέρωμα.

Δημοσίευση σχολίου