RSS

Η ιαχή των παιδικών μου χρόνων....


Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με το μπάσκετ από τα παιδικά μας χρόνια κουβαλάμε ακόμα μέσα μας κάποιες "μπασκετικές" ιαχές που έχουν μείνει στο χρόνο και μας έχουν σημαδέψει. Συνθήματα, τραγούδια, χαρακτηρισμοί που εντυπώθηκαν για πάντα στο "σκληρό δίσκο" της μνήμης μας και όταν τα ανακαλούμε έχουν την ίδια ένταση όπως την πρώτη φορά που τα πρωτοακούσαμε. Το τραγούδι της κατάκτησης του Ευρωμπάσκετ του 1987? Το τραγούδι του Άρη ερμηνευμένο από τη Μαρινέλλα? Την ιαχή "defence-defence" από τις μεταδόσεις του ΝΒΑ? Το "κλάψε-κλάψε" στον Γιαννάκη και πόσα ακόμα? Μαζί σας σήμερα θα μοιραστώ τη δική μου ιαχή όπως προσωποποιήθηκε σε ένα πολύ μεγάλο παίχτη, αντίπαλο για πολλά χρόνια της αγαπημένης μου ομάδος, επ ευκαιρία των γενεθλείων που είχε πριν από λίγες μέρες. Μια ιαχή που σχεδόν με στοιχείωνε τα παιδο-εφηβικά μου χρόνια καθώς αφιερωνόταν σε έναν παίχτη που τότε σχεδόν αντιπαθούσα, επειδή απειλούσε την πρωτοκαθεδρία της ομάδος μου, αλλά τώρα πλέον σέβομαι και αποδέχομαι ως έναν από τους καλύτερους που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στα ελληνικά παρκέ. "Ω Μπάνε Μπάνε......"

Ακόμα και τώρα που γράφω το κεφάλι μου βουίζει με το σύνθημα αυτό να δονεί το Αλεξάνδρειο για χάρη και προς τιμή ενός από τους μεγαλύτερους ηγέτες που έπαιξαν ποτέ μπάσκετ στη χώρα μας. Και όμως πριν από το τζάμπολ μια ματιά οποιουδήποτε μύστη ή μη δεν θα προδιάθετε για αυτό που σχεδόν πάντα ακολουθούσε. Μια όψη σχεδόν πάντα κουρασμένη, πλάτη καμπουριασμένη, χέρια και πόδια μάλλον αγύμναστα, αραιά μαλλιά, καμία υπόνοια έκρηξης, ταχύτητας, άλματος, δύναμης στο παρουσιαστικό του. Μπροστά του ο Τεόντοσιτς μοιάζει υπεραθλητής. Και όμως. Από τη στιγμή που η μπάλα σηκωνόταν στον αέρα από τους διαιτητές για πρώτη φορά μέχρι το τελευταίο σφύριγμα, ο παραπάνω τύπος σαν να πάταγε ένα κουμπί και να μεταμορφωνόταν στον απόλυτο πρωταγωνιστή. Να ήταν άραγε η μπάλα το μαγικό ραβδί που προκαλούσε αυτή την αλλαγή? Δε θα μάθω ποτέ. Αλλά δε θα ξεχάσω με τίποτα τον τρόμο που μου προκαλούσε το νούμερο 7 του ΠΑΟΚ κάθε φορά που τον έβλεπα στο παρκέ με τη μπάλα στα χέρια. Δε με ένοιαζαν τα μονόχειρα σουτ του Κόρφα, τα μακριά χέρια του Φασούλα, το άλμα του Λέβινγκστον, η σταθερότητα του Μπάρλοου, οι αγκώνες του Σάβιτς, τα τρικ των εκάστοτε προπονητών του δικέφαλου αετού. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στον Μπράνισλαβ και στο τι διάολο θα σκαρφιζόταν να κάνει στην επόμενη επίθεση. Ο Αρης μου μόνο από αυτόν κινδύνευε να χάσει για αυτό και φυσικά ήμουν μονίμως θυμωμένος με τον Γιαννάκη που τον μάρκαρε και δε μπορούσε να τον σταματήσει.

Βλέποντας τώρα τα πράγματα από μια πιο ψύχραιμη οπτική, με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι ο Μπάνε για χρόνια κουβαλούσε στην κυρτωμένη πλάτη το μεγαλύτερο βάρος που θα μπορούσε να εναποτεθεί σε παίχτη εκείνη την εποχή: Το αντίπαλο δέος του Γκάλη!!! Για σκεφτείτε το λίγο. Όλη η Ελλάδα θαύμαζε και αποθέωνε τον Νικ για τα μαγικά του, τις εμφανίσεις του, τα πρωταθλήματα και κύπελλα πολλά από τα οποία τα κατακτούσε εναντίον του ίδιου του Πρέλεβιτς. Ενός Πρέλεβιτς που σήκωνε το βάρος των προσδοκιών των οπαδών του ΠΑΟΚ προκειμένου να ξεπεράσουν το μεγάλο τους αντίπαλο, των συμπαιχτών του που από αυτόν περίμεναν να ηγηθεί της επίθεσης, των προπονητών του που βάσιζαν πάνω του την ομάδα και ίσως του ίδιου του του εαυτού κάθε φορά που έχανε και ξεκινούσε την νέα προσπάθεια από την αρχή. Αναλογίζεστε το συγκριτικό μέγεθος με το οποίο πορεύτηκε για πάρα πολλά χρόνια στην αθλητική του σταδιοδρομία ο Μπάνε? Ακόμα και στο blog αυτό όταν έγραψα για κλασσικά ζευγάρια, κάποιος έγραψε για το ζευγάρι Γκάλης-Πρέλεβιτς, δείγμα του πόσο πολύ η σύνδεση ή/και σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών παιχτών είναι κοινή στο μπασκετικό κοινό που παρακολουθούσε τότε μπάσκετ. Εύλογα μια τέτοια -ίσως και λίγο άδικη- αντιμετώπιση θα μπορούσε να γινόταν ένα μεγάλο βάρος για τον ηγέτη του ΠΑΟΚ, να τον επηρεάσει ψυχολογικά, να του αλλοιώσει την ηγετική του φυσιογνωμία, να του δημιουργήσει ηττοπαθή στάση, να τον κάνει να χάσει την αυτοπεποίθηση του. Όχι όμως στον Μπάνε. Δεν το άφησε ποτέ να τον επηρεάσει, φαινόταν σαν να μην το σκέφτεται καν. Κάθε βράδυ, σε κάθε αγώνα ήταν εκεί με το παλαίμαχο παρουσιαστικό του για να παίξει το καλύτερο του μπάσκετ και να προσπαθήσει να νικήσει. Για αυτό τον φοβόμουν σας λέω...Για αυτό ένα Αλεξάνδρειο όρθιο τραγούδούσε "Ω Μπάνε Μπάνε...".

Γιατί ο Μπάνε ήταν ηγέτης. Από αυτούς που πλέον σπανίζουν για να μην πω ότι έχουν εξαφανιστεί εντελώς. Γιατί δε φοβόταν να τα βάλει με τους καλύτερους και να κερδίσει. Γιατί όταν η μπάλα έκαιγε ήταν ο πρώτος που την ζητούσε επιτακτικά, την έπαιρνε και την έστελνε συστημένη στο καλάθι του αντιπάλου. Δεν δεχόταν και δε συμβιβαζόταν με την ήττα, πάλευε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο να νικήσει. Σε όλα τα μεγάλα ραντεβού της αγαπημένης του ομάδος ο Μπάνε πάντα ήταν ο καλύτερος παίχτης, ο πρώτος σκόρερ, αυτός που έψαχναν όλοι να του δώσουν τη μπάλα. Έστω και αν σούταρε σταυρώνοντας τα χέρια πάνω από το μέτωπο πιάνοντας τη μπάλα από τα δάχτυλα, "σπρώχνοντας" με όλο του το σώμα σε κάθε σουτ, κάνοντας μικρά και γρήγορα βηματάκια βγαίνοντας από τα σκριν, με τα πόδια ανοιχτά, κάτω από τα χέρια του αντίπαλου αμυντικού πέφτοντας σχεδόν κυνηγημένος από τον καλύτερο αμυντικό της αντίπαλης ομάδος. Ε και? Πόσες αναμνήσεις έχει να διηγηθεί χαμογελώντας? Με δικό του τρίποντο στη λήξη του παιχνιδιού από τα 8 μέτρα καταφέρνει και ρίχνει στο καναβάτσο τον ΑΡΗ στο 99-96 το 1991 αν θυμάμαι καλά. Στο χαμένο τελικό με την Ρεάλ ο ΠΑΟΚ είναι πίσω με 3 πόντους και παίρνει τη μπάλα στα χέρια του μόλις αυτή περνάει το κέντρο του γηπέδου για να σουτάρει. Το παιχνίδι τελειώνει. ΟΛΟΙ ΗΞΕΡΑΝ ΟΤΙ ΘΑ ΣΟΥΤΑΡΕΙ. Και όταν λέω όλοι, εννοώ ακόμα και τον...Μπουντραγκένιο, ποδοσφαιριστή τότε της Ρεάλ!!!!!!!!!!!!!! Την κράτησε στα χέρια του μερικά δεύτερα και υπό ασφυκτική πίεση χρόνου, άμυνας και αποτελέσματος από τα 8 μέτρα ισοφαρίζει για την ομάδα του. Δε διαπραγματεύθηκε τίποτα άλλο από το να την στείλει στο καλάθι. Λες και δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να σκοράρει. Επαναλαμβάνω, ο τύπος ήταν ηγέτης. Όχι γιατί πήρε επάνω του την τελευταία επίθεση, ούτε καν επειδή πέτυχε. Ήταν ηγέτης, γιατί δεν κρύφτηκε, γιατί ανάλαβε την ευθύνη που του αναλογούσε, γιατί στάθηκε μπροστά στην πρόκληση και έπαιξε το παιχνίδι του. Όπως έκανε σε όλη του την καριέρα είτε χάνοντας -όπως στο εν λόγω παιχνίδι- είτε κερδίζοντας.


Τον θυμάμαι στο χαμένο τελικό με την Ταουγκρές όπου έβαλε 30+ πόντους να έχει φέρει σε πλήρη απόγνωση τον αντίπαλο κόουτς -έναν τύπο με μουστάκι- που άλλαξε το μαρκάρισμα επάνω του 5-6-7 φορές μη μπορώντας να κάνει τίποτα, από τον να τον παρακολουθεί να ευστοχεί από παντού. Ή μήπως με τη Στεφανέλ εκτός έδρας στο επικό 91-100 όταν φόρτωσε το καλάθι των Φούτσκα-Τζεντίλε-Μπόντι με 29 πόντους έχοντας σχεδόν απόλυτη ευστοχία στα τρίποντα. Γιατί όταν η μπάλα έκαιγε, όταν τα ζόρια ήταν μεγάλα, όταν όλοι έψαχναν για τον ηγέτη τους, αυτόν που θα πάρει την ευθύνη, αυτός ο διάολος ήταν εκεί. Την ήθελε, την αποζητούσε. Και θυμηθείτε και κάτι ακόμα. Σε όλα αυτά τα χρόνια του στον ΠΑΟΚ ο Πρέλεβιτς είχε δίπλα του εξαιρετικούς παίχτες, πολύ μεγάλα ονόματα εκείνης της εποχής, παρόλα αυτά η ιεραρχία των αξιών στην ομάδα παρέμενε αμετάβλητη στην κορυφή της που ήταν φυλαγμένη μόνο για αυτόν. Επαναλαμβάνω, για αυτό ακριβώς η παρουσία του με κυνηγούσε εκείνα τα χρόνια κάθε φορά που έπαιζε απέναντι στην ομάδα μου. Εναντίον της οποίας ειρήσθω εν παρόδω πέτυχε και το ακατάρριπτο νομίζω μέχρι σήμερα ρεκόρ των 10/14 τρίποντα σε έναν αγώνα διαλύοντας κάθε έννοια άμυνας και ευστοχίας. Και το Αλεξάνδρειο να φλέγεται "Ω Μπάνε Μπάνε.."

Προς το τέλος της καριέρας του δέχθηκε την μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που θα μπορούσε. Ο επί σειρά ετών αντίπαλος προπονητής, ο άνθρωπος που κατάστρωνε σχέδια να τον σταματήσει κάθε φορά που τον αντιμετώπιζε, ο προπονητής που ίσως τον πλήγωνε περισσότερο από άλλον στα χρόνια που έπαιζε μπάσκετ, τον κάλεσε να παίξει υπό τις οδηγίες του. Ο Ιωαννίδης προπονητής του Μπάνε. Όπως είπε αργότερα σε μια του συνέντευξη ήταν σχεδόν καρμικό να συμβεί. Η χρονιά ξεκινάει καλά για τον Πρέλεβιτς αλλά όχι για την ομάδα που ήταν εντελώς ετερόκλητη από πλευράς στελέχωσης (Ρίβας-Πιρς-Χατζής-Άντερσεν-Λάρσον κτλ). Περί τα μέσα της χρονιάς και μετά από ένα γενικό ξεκαθάρισμα τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους και η ΑΕΚ κάνει την έκπληξη και στην παρθενική της συμμετοχή φτάνει στο Final-Four. Σε όλη αυτή τη διαδρομή ο Μπάνε προσπαθούσε να παίξει το μπάσκετ του Ιωαννίδη (άμυνα) αλλά κυρίως αναλάμβανε όταν υπήρχαν ζόρια. Στον ημιτελικό κόντρα στη Μπενετόν του Ζέλικο, η στιγμή του έχει έρθει. Το σκορ ισόπαλο, η κλεψύδρα του χρόνου τελειώνει, η πίεση της ιταλικής άμυνας αφόρητη, οι συμπαίχτες του άπειρα και τρομαγμένα παιδιά χωρίς εμπειρίες. Ο "ξανθός" έχει πάμπολλα κουσούρια, αλλά σέβεται το μπάσκετ και τις αξίες του. Η μπάλα πήγε στον Μπάνε. Αυτός θα έπαιρνε την ευθύνη της επίθεσης. Ο παίχτης που είχε σκοράρει εναντίον του τόσους πολλούς πόντους χρόνια πριν θα ήταν αυτός που έκρινε την τύχη της ομάδος του στον ημιτελικό!! Ειρωνεία? Φυσικά όχι. Δικαίωση. Αναγνώριση. Σεβασμός. Ο Ιωαννίδης έδωσε την εντολή και ο Μπάνε με τα γέρικα πόδια και χέρια του σηκώθηκε να σουτάρει. Τη στιγμή που σούταρε άκουσα στο κεφάλι μου μέσα -λέτε και να το άκουγε και ο ξανθός- την ιαχή "Ω Μπάνε Μπάνε"....Ήμουν σίγουρος. Ο Ιωαννίδης ήταν σίγουρος. Ο Ζοτς ήταν σίγουρος. Το τρίποντο μέτρησε, η ΑΕΚ στον τελικό. Ένα ακόμα σουτ με την σφραγίδα του, την υπογραφή του, ένα σουτ-προσωπικότητας. Ένα σουτ από έναν ηγέτη. Τον ηγέτη.....

Τον αντιπαθούσα. Τον φοβόμουν. Σε κάθε του σουτ ήθελα να αστοχήσει, όταν ξεκουραζόταν στον πάγκο ένιωθα πιο σίγουρος, πιο ανακουφισμένος. Μέχρι το τέλους του παιχνιδιού δε μπορούσα να ησυχάσω όσο ήξερα ότι αυτός ήταν μέσα και σούταρε. Ακόμα και τώρα όταν τον βλέπω με το κουστούμι να προσπαθεί να βοηθήσει από διοικητικό πόστο την αγαπημένη του ομάδα, αισθάνομαι ότι κάτω από το κουστούμι είναι μόνιμα ραμμένη επάνω του η φανέλα με το 7 και είναι έτοιμος αν του δώσεις πάσα να ευστοχήσει σε ένα ακόμα σουτ. Χωρίς πολλά λόγια, χωρίς πολλή προπόνηση, χωρίς υπερβολές, όπως έκανε σε όλη του την καριέρα. Στο παρασκήνιο οι οπαδοί του ΠΑΟΚ να χοροπηδάνε με τρομερή ένταση και να φωνάζουν όλοι μαζί... "Ω Μπάνε Μπάνε....". Δε θα το ξεπεράσω ποτέ...Είναι σίγουρο.....Χαλάλι του όμως....

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

5 σχόλια:

LikeMike είπε...

Ωραιο αρθρο αν και λιγο υπερβολικο ως προς το δεος που μας προκαλουσε αυτος ο παικτης....
Η αληθεια ειναι αδικηθηκε σαν παικτης καθως την τριετια 1988-91 ηταν ακομη ολιγον ανωριμος για να νικησει την Αυτοκρατορια,και στα πιο παραγωγικη το περιοδο το πασκετ ηδη ειχε κατεβει κατω....Αρα το ενα πρωταθλημα και ενα κυπελλο που κατεκτησε μαλλον τον κατατασσουν στην κατηγορια"πιο αδικημενοι παικτες" και σιγουρα αξιζει της καθολικης αναγνωρισης απο ολους(ακομη και απο εμας τους υποτιθεται ορκισμενους εχθρους)
ΥΓ1:Ο Χαρολντ Ελις πραγματικα του ειχε παρει τον αερα...Η εκπληκτικη του ικανοτητα να βγαινει ταχυτατα και να κλεβει τις παραλληλες πασες που επιχειρουσαν οι συμπαικτες του Μπανε ειχαν περιορισει στο ελαχιστο τον Γιουγκοσλαβο και ειχαν δωσει δυο νικες στον Αρη επι του Παοκ στην κανονικη περιοδο....Τωρα πως εγινε στα πλεη οφ και εβαζε τοσα τριποντα ο Μπανε,ειναι μια μεγαλη ιστορια με ιντριγκες,δολοπλοκιες και.....συντριπτικα καταγματα κατω γναθου!
ΥΓ2:Ο Μπανε ενω τοτε μου εδινε την εικονα μεγαλου κωλοπαδου,στην πραγματικοτητα ειναι ενας εξαιρετος κυριος

Ανώνυμος είπε...

mia aporia pou panta eixa..giati o mpane den agwnisthke pote se kapoia ethnikh(eite servias eite ellados);

Ανώνυμος είπε...

Ήταν να αγωνιστεί με την εθνική "Νέας Γιουγκοσλαβίας" (Σερβίας-Μαυροβουνίου) σε 2 φάσεις. Μία το 1992 για τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης ήταν στην προεπιλογή έπαιξε μερικά φιλικά αλλά έπεσε πάνω στο εμπάργκο του ΟΗΕ στους Σέρβους οι οποίοι δεν μπορούσαν να αγωνιστούν σε διεθνής διοργανώσεις μέχρι το 1995. Η δεύτερη ήταν στο ευρωμπάσκετ του 1995 στην Αθήνα αλλά έπεσε πάνω στην άρνηση της ΕΟΚ και της ΦΙΜΠΑ και θα έχανε το δικάιωμα να αγωνίζεται σε Ελλάδα και Ευρώπη ως Έλληνας (Η ΦΙΜΠΑ έκανε κουμάντο τότε και σε συλλογικό επίπεδο). Το θέμα αυτό λύθηκε το '99 όταν δώθηκε η δυνατότητα στους ελληνοποιημένους να διαλλέξουν εθνική ομάδα και όλοι διάλεξαν τη Σερβία-Μαυροβούνιου πλην Γέλιτς που προτίμησε την Ελλάδα. Επίσης ο Στογιάκοβιτς έχει δηλωσει ότι θα ήθελε να παίξει με την Ελλάδα αλλά καποιοι εντός της ομοσπονδίας δεν του το επέτρεψαν.

Στα του Μπάνε τώρα μεγάλος παίκτης και ο ορισμός του ηγέτη. ¨οταν η μπάλα έκαιγε πάντα ήταν εκέι να πάρει την τελευταία προσπάθεια έιτε ήταν πετυχημένη είτε όχι. Κρίμα για τον ίδιο που εκτός της μη συμμετοχής του στην εθνική της χώρας του δεν πήρε την ευρωλίγκα. Η τελευταία άστοχη προσπάθεια στο final4 της Αθήνας το '93 με τη Μπένετον πριν το καλάθι μαχιριά του Ραγκάτσι πιστεύω ότι τον στοιχειώνει ακόμα!

Αργύρης.

Unknown είπε...

Από αυτόν τον παίκτη έγινα ΠΑΟΚ! τρομερός σουτέρ, αλλά ο Stojakovic ήταν ακόμη καλύτερος!

Unknown είπε...

Από αυτόν τον παίκτη έγινα ΠΑΟΚ! τρομερός σουτέρ, αλλά ο Stojakovic ήταν ακόμη καλύτερος!

Δημοσίευση σχολίου