RSS

Ο διάδοχος των "κακών παιδιών"

Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ασχολήθηκα επισταμένα με το NBA. Για να είμαι ακριβόλογος, θα έλεγα ότι ύστερα από την αποχώρηση των 3 μεγάλων που στιγμάτισαν τη δεκαετία των ΄80 και ΄90 το πηγαίο και ειλικρινές ενδιαφέρον μου μειώθηκε έως ότου χάθηκε. Ο εξευρωπαϊσμός του πρωταθλήματος, η αθρόα εισαγωγή παιχτών αμφιβόλου ποιότητος, η βιομηχανοποίηση και η απόλυτη παράδοση του αθλήματος στις πολυεθνικές εταιρίες, η αποκομιδή κερδών και το ασταμάτητο μάρκετινγκ έγιναν τα κυρίαρχα στοιχεία ενός πρωταθλήματος που πάντοτε λάτρευα να παρακολουθώ. Ακόμα περισσότερο η αδήριτη ανάγκη για εξερεύνηση και ανάδειξη νέων ηρώων στους ώμους των οποίων ο Στερν υπολόγιζε να στηριχτεί όλο αυτό το οικοδόμημα των εκατοντάδων εκατομμυρίων δολλαρίων. Μετά τη φυγή του Μιχάλη, όλοι έψαχναν και ακόμα ψάχνουν τον διάδοχό του στα πρόσωπα των Κάρτερ, ΜακΓγρέιντι, Χάρνταγουέι, Χιλ, Κόμπι, Ουέηντ, Λεμπρόν, Ντουράντ.

Δεν ήταν όμως αυτό το μπάσκετ που θυμάμαι να παίζουν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ούτε αυτοί οι πολυ-διαφημισμένοι αστέρες με τα τεράστια συμβόλαια, τα αστραφτερα χαμόγελα, την τρομερή σωματοδομή, τους αμέτρητους χορηγούς και το ανηλεές promotion ο χαρακτηριστικός τύπος παίχτη που εγώ θυμάμαι και θαύμαζα. Σημεία των καιρών? Μπορεί. Αν κάποιος έχει την υπομονή να διαβάσει τις τελευταίες μου αναρτήσεις-αφιερώσεις σε παίχτες του NBA θα διαπιστώσει πού ακριβώς αναφέρομαι και ποια είναι η διαφορά στην οποία αναφέρομαι. Για μένα το πρωτάθλημα αυτό είναι σύμφυτο εκτός από το ταλέντο φυσικά, με την προσπάθεια, τη μαχητική διάθεση, την επιθυμία για νίκη, την άμιλλα, την ανταγωνιστικότητα, τον ιδρώτα, το μίσος για την ήττα, το χαρακτήρα, τα "φρύδια" στις δύσκολες στιγμές, την αυτοθυσία για την ομάδα, την προσωπικότητα, τον σωματικό και ψυχικό πόνο, την αντίδραση στο σύστημα, την αίσθηση του αντρικού, δυναμικού, γεμάτου ένταση παιχνιδιού που μπορεί να παίξεις σε ένα ανοιχτό γήπεδο, αλλά το κάνεις σε μια πολυτελή σάλα εν μέσω χιλιάδων θεατών. Δύο από τις πιο αγαπημένες μου αναρτήσεις -φυσικά ακόμα και εμείς που τις γράφουμε έχουμε τέτοιες- είναι αυτές για τον Σερ Τσαρλς και τον τρελό-Ντένις. Σήμερα θα σας μιλήσω για τον διάδοχό τους.

Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για έναν από τους υποτιμημένους παίχτες σε αξία και αγωνιστικότητα τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς συχνά πυκνά τα φώτα της δημοσιότητας έπεφταν επάνω του για όλους τους λάθους λόγους. Παιχταράς από τους λίγους. Εξαιρετικά αθλητικά προσόντα τα οποία του επέτρεπαν κατά τα γυμνασιακά του χρόνια να ασχολείται παράλληλα και με τον στίβο και κυρίως με το άλμα εις ύψος σκοράροντας παράλληλα 16 πόντους, μαζεύοντας 15 ριμπάουντ και κόβοντας 6-7 σουτ ανά παιχνίδι. Ο κολλεγιακός του μέντορας, Ντιν Σμιθ, τον πήρε στην ομάδα του σμιλεύοντας την ταχυδύναμή του και σταλάζοντας στον νεαρό τότε παίχτη του τις πρώτες δομικές σταγόνες τακτικής παιδείας, ορθής αντιμετώπισης και διαβάσματος του παιχνιδιού, συστατικά απαραίτητα για την μετέπειτα πορεία του στο πρωτάθλημα των μεγάλων. Ξεκίνησε από τους Bullets, αλλά μετά από ένα χρόνο μετακόμισε στους Μπλέιζερς όπου και έμεινε 8 χρόνια αρχίζοντας να γράφει τη δική του ιστορία. Κύριο χαρακτηριστικό του το εξαιρετικό παιχνίδι του με πλάτη στο καλάθι. "He owned the post-game" όπως λεγόταν συχνά από τους σχολιαστές στα διάφορα παιχνίδια που τον έβλεπα. Και δεν είχαν καθόλου άδικο.

Με ύψος σχεδόν, 2,06, πολύ φαρδείς ώμους, κορμί που κάθε χρόνο δυνάμωνε αποκτώντας μυϊκά κιλά αλλά κυρίως με πολύ μακριά άκρα, η αντιμετώπισή του ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Η "γλυκύτητα και απαλότητα" της τεχνικής του, ιδίως όταν εκτελούσε, ήταν αντιστρόφως ανάλογη του συχνά άκρατου δυναμισμού και της έντασής με την οποία επιτίθετο στο καλάθι.Μπορούσε να τελειώσε τις φάσεις με πολλούς τρόπους, είτε αυτός ήταν το αγαπημένο του hook από τα 3-4 μέτρα και με τα δύο χέρια και με πλάτη στο καλάθι, είτε με παράλληλη κίνηση προς αυτό, είτε ρολάροντας στην πλάτη του αντιπάλου, είτε μετά από επιθετικό ριμπάουντ και κάρφωμα είτε με "tip in" που ήταν και από τα αγαπημένα. Εργάτης στο low-post σχεδόν πάντα η αντιμετώπισή του γινόταν με έξτρα βοήθεια από κάποιον περιφερειακό. Στο Πόρτλαντ πραγματοποίησε μερικές από τις καλύτερες επιθετικές χρονιές φτάνοντας να σκοράρει 19+ πόντους στη regular seazon με εξαιρετικά ποσοστά. Εξάλλου, αυτό ήταν πάντα ένα από τα δυνατά του σημεία, η εξαιρετική ευστοχία του στις προσπάθειες, καθώς ήταν πολύ οικονομικός στην αναλογία πόντων/προσπαθειών ανά αγώνα. Δεν τελειώνει εδώ όμως το επιθετικό του ρεπερτόριο. Πέρα από τις κινήσεις αυτές, ο τύπος είχε και ένα εξαιρετικό spot-shoot από τα 4-5 μέτρα στην αρχή, όταν αργότερα επεκτάθηκε και στο τρίποντο. Μπορούσε είτε με fadeaway σουτ τραβώντας το σώμα του μακριά από αυτό του αντιπάλου είτε με πρόσωπο προς το καλάθι να τελειώσει την προσπάθεια εύκολα και γρήγορα και πολύ συχνά χρησιμποιώντας το ταμπλώ.

Πώς να μαρκάρεις έναν ψηλό και δυνατό φόργουορντ που μπορούσε να κινηθεί με δύναμη και ταχύτητα κοντά στο καλάθι αλλά ταυτόχρονα σκόραρε με εξαιρετική ευστοχία και από την περιφέρεια. Η ικανότητά του αυτή έδινε μεγάλη επιθετική οντότητα στο παιχνίδι της ομάδος του, καθώς κάθε διείσδυση περιφερειακού παίχτη συχνά κατέληγε να φέρει τη μπάλα στα χέρια του και από εκεί με ένα ξεμαρκάριστο σουτάκι στο καλάθι, μετατρέποντας τον συχνά σε stricky-shooter ολκής. Περιττό να πω ότι το στυλ του ήταν απαράμιλλο, καθώς σούταρε από ψηλά, με τα χέρια του σε ορθή γωνία και με τον καρπό να σπάει με τόσο γλυκό τρόπο που σχεδόν ένιωθες τη μπάλα να καταλήγει στο καλάθι σαν φυσική συνέχεια μιας όμορφης διαδρομής. Παρόλα αυτά όμως, ποτέ, μα ποτέ δεν απαρνήθηκε το αγαπημένο του παιχνίδι που ήταν το ξύλο μέσα στη ρακέτα. Ζούσε για αυτό, το απολάμβανε, το έβλεπες στο βλέμμα του. Δεν υπήρχε περίπτωση, αφού θα είχε σουτάρει 1-2 φορές, να μη βάλει τη μπάλα στο παρκέ ή μετά από επιθετικό ριμπάουντ και να μην καρφώσει με μανία στα μούτρα του αντιπάλου του λέγοντάς του και μερικά λογάκια. Θυμάμαι να έχω εντυπωσιαστεί βλέποντάς τον σε όλη τη σειρά με τους Λέικερς το 2000 να δημιουργεί συνεχώς πονοκεφάλους στον Φιλ Τζάκσον καθώς ήταν αδύνατον να τον περιορίσει. Ένας από τους βασικούς λόγους που οι Μπλέιζερς έφτασαν στα 7 παιχνίδια και προηγήθηκαν στην έδρα των Λέικερς με 15 πόντους στο τελευταίο 12λεπτο ήταν η ασταμάτητη επιθετική παρουσία του βασικού του 4αριου. Ο κακομοίρης ο Χόρι κυριολεκτικά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από το να τον βλέπει να σκοράρει συνεχώς και με πάμπολλους τρόπους, 20-25 ακόμα και 30 πόντους απέναντί του. Το μενού περιείχε καρφώματα, σουτάκια, βολές, hook, transition, επιθετικά ριμπάουντ. Πραγματικός πονοκέφαλος.

Η αποθέωση όμως, η πληρότητα της αγωνιστικής του καριέρας, η εξύψωση στα δικά μου μάτια ήρθε όταν μετακινήθηκε στους αγαπημένους του, όπως αποδείχτηκε, Πίστονς. Και όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, παρόλο που οι μέσοι όροι του έπεσαν, στα Πιστόνια έπαιξε το πιο ώριμο, αποτελεσματικό και πετυχημένο μπάσκετ της ζωής του. Γιατί φορώντας τη φανέλα τους, η επίδρασή του στο παιχνίδι της ομάδος του εξαπλώθηκε όχι μόνο στην επίθεση αλλά και στην άμυνα. Ακομα και η φυσιογνωμία του, το σκληρό του και μονίμως τσαντισμένο ύφος, τα γεμάτα τατουάζ χέρια ταίριαξαν απόλυτα. Μαζί με τον Μπεν Ουάλλας δημιούργησαν έναν δίδυμο μέσα στη ρακέτα που ήταν ο φόβος και ο τρόμος για κάθε ψηλό για μια 5ετία τουλάχιστον. Τα κοψίματα και τα κλεψίματα έπεφταν βροχή με γαρνιτούρα αγκωνιές, γονατιές, σπρωξίματα με το σώμα, τραβήγματα φανέλας, ξύλο εμφανές και αφανές, trash-talking, άγρια βλέμματα και "μπιζάρισμα" προς τον κόσμο. Ήταν λες και το πνεύμα των Λαϊμπίρ-Μαχόρν και Σάλλεϋ που για χρόνια περιφερόταν στο άντρο των Πιστονιών να είχε ενσαρκωθεί στα δύο αυτά παλικάρια, τα οποία συνέχιζαν ακριβώς από εκεί που είχαν σταματήσει οι προκάτοχοί τους. Εκεί πραγματικά τον θαύμασα, καθώς γνώρισα έναν πραγματικό πολεμιστή. Στην ομάδα των σκληρών τον κατάλαβα να ενηλικιώνεται μπασκετικά, να ξεφεύγει από την εφηβική ηλικία των Μπλέιζερς με τα υψηλά σκορ, το ανέμελο παιχνίδι, τις πολλές επιθέσεις, τη χαλαρότητα των αποδυτηρίων και να αλλάζει επίπεδο.

Ο Ρασίντ ήταν πάντα έτοιμος, με το ζωνάρι λυμένο για καβγά προκειμένου να υπερασπίσει τη ρακέτα του. Θα μπορούσε να ήταν ένας ακόμα δαντελένιος ψηλός (βλ. Κρις Ουέμπερ) με μακρινά σουτάκια και εύκολους 15-20 πόντους ανά παιχνίδι κάνοντας τον σκόρερ σε μια οποιαδήποτε ομάδα? Μάλλον όχι. Το αίμα του διψούσε για μάχη, για πρόκληση, για αγώνα, για ανταγωνισμό, για αναμέτρηση με τους καλύτερους. Ξαφνικά από επιθετική μηχανή  μετατράπηκε σε έναν αφοσιωμένο, σκληρό και άτεγκτο αμυντικό αναχαιτιστή των αντίπαλων επιθετικών είτε με νόμιμους τρόπους είτε και με υπέρ του δέοντος σκληρούς. Σπάνια θυμάμαι κάποιος αντίπαλος των Πίστονος να κάνει ανενόχλητος lay-up ή να καρφώνει, αντιθέτως μπορώ να φέρω στη μνήμη μου πολλά σώματα πεσμένα στο παρκέ δεχόμενα το επιτιμητικό βλέμμα των Ουάλλας που τόλμησαν να προσπαθήσουν να τους βάλουν καλάθι. Τον έσπρωχναν, του έκαναν σκληρά φάουλ, έπεφταν επάνω του στην άμυνα, τον έβριζαν και αυτός εκεί να απαντάει με τον ίδιο και χειρότερο τρόπο. Δούλεψε πάρα πολύ πάνω στην ομαδική και ατομική του άμυνα μαζί με τον μαιτρ του είδους, Λάρι Μπράουν, ενώ σιγά σιγά μετατράπηκε σε έναν spot-shooter με ειδικότητα τα μακρινά σουτ, μέχρι τρίποντα, στα κρίσιμα παιχνίδια. Ο ρόλος του κομβικός και πολυσήμαντος, καθώς παρέμενε ίσως ο πιο ταλαντούχος επιθετικός παίχτης της ομάδος του, αλλά πλέον δε φορούσε μόνο αυτόν τον μανδύα, αλλά ήταν και ο ενορχηστρωτής της άμυνας. Του σημείου-κατατεθέν και εκείνα τα χρόνια της ομάδος του Ντιτρόιτ. 

Στους Πίστονς έβγαλε τον ηγέτη που έκρυβε μέσα του. Στο πρωτάθλημα που κατέκτησε το 2004 και ενώ είχαν χάσει το πρώτο παιχνίδι από τους Πέισερς, δε φοβήθηκε να βγει και να δηλώσει ότι θα νικήσουν στο επόμενο. Και το έκανε πάλι την επόμενη χρονιά, καθώς δεν αποποιείτο ευθυνών. Στους τελικούς εναντίον των Λέικερς κοίταξε στα μάτια των Σακίλ, του έριξε ξύλο ανελέητο μαζί με τον Μπεν, τον κούρασαν, τον έφθειραν και συνεχίζοντας από εκεί που που είχε αρχίσει με τους Μπλέιζερς λίγα χρόνια πριν οδήγησε την ομάδα του στο πρωτάθλημα. Όποιος είχε δει εκείνη τη σειρά, θα διαπίστωσε ότι, ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά της παντοκρατορίας και του εκφοβισμού του Σακίλ και των τεραστίων φυσικών του δυνάμεων, βρέθηκαν τουλάχιστον δύο ατρόμητοι τύποι που τον προσγείωσαν. Γιατί ο Ρασίντ δε φοβόταν καθόλου και κανέναν, όπως πριν από αυτόν ο Ρόντμαν και ο Σερ Τσαρλς, που κατά σύμπτωση είχαν οι ίδιοι ξεκινήσει παλιότερα κοκορομαχίες με τον big-man των Λέικερς. Το μόνο που έβλεπε και τον ένοιαζε ήταν η νίκη και η δική του συμμετοχή και προσπάθεια να βοηθήσει την ομάδα του. Πόσες φορές κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου δεν κατέβασε το αμυντικό ριμπάουντ, πήρε την πρώτη πάσα στην επίθεση στην κορυφή, μπουμπούνισε το τρίποντο και γύρισε να παίξει άμυνα. Άμυνα για όλους, καθώς το δόγμα της αμυντικής λογικής του Μπράουν εκείνα τα χρόνια ήταν η εξαντλητική πίεση από τους περιφερειακούς, ώστε να τους οδηγήσουν κατευθείαν πάνω στον Ρασίντ και τον Μπεν που τους περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες στο κέντρο της ρακέτας.

Για σχεδόν 5 χρόνια οι Πίστονς στηριζόμενοι στα μούσκουλα του Ρασίντ έφταναν στους τελικούς της ανατολικής περιφέρειας έχοντας εξαιρετικές επιδόσεις κατά τη διάρκεια της regualar seazon. Το 2005 ένα του λάθος σε μια επαναφορά της μπάλας άφησε τον Χόρι ανοιχτό να πετύχει το τρίποντο που έσωσε τους Σπερς και στέρησε τελικά τους Πίστονς απόο τον δεύτερο σερί τίτλο που κατέληξε στον Ντάνκαν και την παρέα του. Τον Ντάνκαν, που προς τιμήν του, δήλωσε μετά το πέρας των τελικών, ότι η καλύτερη άμυνα που είχε αντιμετωπίσει ποτέ μέχρι τότε ήταν αυτή του Sheed καθώς τα μακριά του άκρα και η προσήλωσή του ήταν τέτοια που τον εμπόδιζε να κάνει το γνωστό και σχεδόν βαρετά αποτελεσματικό του παιχνίδι. Και ο Ρασίντ έμεινε και πάλευε κάθε χρόνο, σε κάθε αγώνα της κανονικής περιόδου, σε κάθε σειρά play-off και ας έμεινε μακριά απο τους τελικούς του NBA χάνοντας από τους Μαϊάμι και τη Βοστόνη τα επόμενα χρόνια. Στους Πίστονς ο τύπος αυτός ολοκληρώθηκε ως παίχτης. Έφτασε στο αγωνιστικό ζενίθ του καθώς αποτέλεσε μέλος μια καλοκουρδισμένης μηχανής, που έπαιζε οργανωμένο και ελεγχόμενο μπάσκετ, με βασική αρχή την άμυνα, παίζοντας πάντα τον κακό, τον μοχθηρό, τον σκληρό και όντας ο συμπαραστάτης των συμπαιχτών του, ο εκφραστής του δόγματος του προπονητή του καταθέτοντας κάθε βράδυ όλο του τον ιδρώτα. Αμφιβάλλει κανείς για το πόσο δούλεψε ατομικά αλλά και μέσα στην όμαδα, πόσο προσπάθησε, πόσο προσάρμοσε το έως τότε παιχνίδι του στις καινούριες απαιτήσεις, πόσο το βελτίωσε ή το εξέλιξε προκειμένου να πετύχει αυτό που πραγματικά ήθελε? Δεν έχει καμία σχέση ο Ρασίντ των Μπλέιζερς με αυτόν των Πίστονς ούτε στη νοοτροπία ούτε στη επίδραση ούτε στη σημαντικότητα του παιχνιδιού της ομάδος του.

Ναι ήταν γκρινιάρης και μάζευε τις τεχνικές ποινές σαν στραγάλια. Γιατί, ο Ντένις ή ο Σερ Τσαρλς είχαν τίποτα αγαστές σχέσεις με τους γκρίζους? Διαμαρτυρόταν, εκφραζόταν, παθιαζόταν, αντιδρούσε όταν ένιωθε ότι τον αδικούσαν, ότι του σφύριζαν άδικα φάουλ στην άμυνα ή δεν του σφύριζαν στην επίθεση. Ποτέ δεν ήταν το clean-cut παιδάκι που υπάκουγε στους κανόνες του κομισάριου και στα πρότυπα των διαφημιστικών εταιριών, που έπαιζε το παιχνίδι της δημοσιότητας για να κερδίσει χορηγούς, λεφτά ή τη συμπάθεια των φιλάθλων. Θόλωνε, έβριζε, έριχνε και καμιά ψιλή, γιατί όπως και οι προκάτοχοί του, ίσως να μην μπορούσε να διακρίνει την χρησιμότητα των 3 αυτών τύπων που ήταν στο παρκέ και δεν τον άφηναν να χαρεί το παιχνίδι όπως αυτός ήθελε. Έτσι, δεν ήταν όμως ανέκαθεν οι πολεμιστές, οι αγωνιστές, οι αντι-κονφορμιστές, οι τύποι που ήταν εκτός του βολικού και ομαδικού πλαισίου στο οποίο όλοι συνήθως επιθυμούν να εισχωρήσουν? Για αυτό δεν τους θυμόμαστε, θαυμάζουμε, αναγνωρίζουμε? Γιατί με τον ίδιο σεβασμό που ο αντίπαλος θα τους ρίξει κάτω σε ένα σκληρό φάουλ, θα του το ανταποδώσουν την επόμενη φορά, θα τσακωθούν, θα μαλώσουν αλλά στο τέλος μπορεί και να του δώσουν το χέρι και να πάνε στα αποδυτήρια να γλείψουν τις πληγές τους για τον επόμενο αγώνα.

Σε ένα σχολιασμό του ο Κάρολος ανέφερε πόσο θα γούσταρε να αντιμετώπιζε τον Ρασίντ Ουάλλας σε ένα παιχνίδι με πλάτη κοντά στο καλάθι, μετά από ερώτηση ενός δημοσιογράφου. Φαντάζεστε τη σκηνή αυτή?

Άξιος διάδοχος......Α, και υπέγραψε για φέτος στους Νικς....



  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου